Τρίτη 29 Απριλίου 2014

Πάσχα με τον Άγιο Πορφύριο‏ .


Κείμενο του καθηγητή καρδιολογίας Γεωργίου Παπαζάχου (1935-2001) δημοσιευμένο στο βιβλίο “Πάσχα το τερπνόν” των εκδόσεων Ακρίτας
Αντί άλλης Πασχαλινής ευχής, θα σας μεταφέρω τα χαρμόσυνα αναστάσιμα βιώματα του μακαριστού γέροντα Πορφυρίου, όπως τα έζησα μια Τρίτη Διακαινησίμου στο κελλάκι του. Πήγα να τον δω σαν γιατρός. Μετά την καρδιολογική εξέταση και το συνηθισμένο καρδιογράφημα, με παρεκάλεσε να μη φύγω. Κάθησα στο σκαμνάκι κοντά στο κρεβάτι του. Έλαμπε από χαρά το πρόσωπό του. Με ρώτησε: -Ξέρεις το τροπάριο που λέει “Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν...”; -Ναι, γέροντα, το ξέρω. -Πες το. Άρχισα γρήγορα γρήγορα. “Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, Άδου την καθαίρεσιν, άλλης βιοτής, της αιωνίου, απαρχήν· και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον, τον μόνον ευλογητόν των πατέρων Θεόν και υπερένδοξον”.
-Το κατάλαβες; -Ασφαλώς το κατάλαβα. Νόμισα πως με ρωτάει για την ερμηνεία του. Έκανε μια απότομη κίνηση του χεριού του και μου είπε: -Τίποτε δεν κατάλαβες, βρε Γιωργάκη! Εσύ το είπες σαν βιαστικός ψάλτης...
Άκου τι φοβερά πράγματα λέει αυτό το τροπάριο: Ο Χριστός με την Ανάστασή Του δεν μας πέρασε απέναντι από ένα ποτάμι, από ένα ρήγμα γης, από μια διώρυγα, από μια λίμνη ή από την Ερυθρά θάλασσα. Μας πέρασε απέναντι από ένα χάος, από μια άβυσσο, που ήταν αδύνατο να την περάσει ο άνθρωπος μόνος. Αιώνες περίμενε αυτό το πέρασμα, αυτό το Πάσχα. Ο Χριστός μας πέρασε από τον θάνατο στη ζωή. Γι’ αυτό σήμερα “θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν, άδου την καθαίρεσιν”. Χάθηκε ο θάνατος. Το κατάλαβες; Σήμερα γιορτάζουμε την “απαρχή” της “άλλης βιοτής, της αιωνίου” ζωής κοντά Του.
Μίλαγε με ενθουσιασμό και βεβαιότητα. Συγκινήθηκε. Σιώπησε λίγο και συνέχισε πιο δυνατά: -Τώρα δεν υπάρχει χάος, θάνατος, νέκρωση, άδης. Τώρα όλα χαρά, χάρις στην Ανάσταση του Χριστού μας. Αναστήθηκε μαζί Του η ανθρώπινη φύση. Τώρα μπορούμε και μεις να αναστηθούμε, να ζήσουμε αιώνια κοντά Του... Τι ευτυχία η Ανάσταση! “Και σκιρτώντες υμνούμεν τον αίτιον”. Έχεις δει τα κατσικάκια τώρα την άνοιξη να χοροπηδούν πάνω στο γρασίδι· να τρώνε λίγο από τη μάνα τους και να χοροπηδούν ξανά; Αυτό είναι το σκίρτημα, το χοροπήδημα. Έτσι έπρεπε και μεις να χοροπηδούμε από χαρά ανείπωτη για την Ανάσταση τον Κυρίου και τη δική μας.
Διέκοψε πάλι το λόγο του. Ανέπνεα μια ευφρόσυνη ατμόσφαιρα. -Μπορώ να σου δώσω μια συμβουλή; συνέχισε. Σε κάθε θλίψη σου, σε κάθε αποτυχία σου να συγκεντρώνεσαι μισό λεφτό στον εαυτό σου και να λες αργά αργά αυτό το τροπάριο. Θα βλέπεις ότι το μεγαλύτερο πράγμα στη ζωή σου -και στη ζωή του κόσμου όλου- έγινε. Η Ανάσταση του Χριστού, η σωτηρία μας. Και θα συνειδητοποιείς ότι η αναποδιά που σου συμβαίνει είναι πολύ μικρή για να χαλάσει τη διάθεσή σου.
Μου ’σφιξε το χέρι, λέγοντας: -Σου εύχομαι να “σκιρτάς” από χαρά, κοιτάζοντας πίσω σου το χάος από το οποίο σε πέρασε ο Αναστάς Κύριος, “ο μόνος ευλογητός των Πατέρων”... Ψάλε τώρα και το “Χριστός Ανέστη”.
Υστερόγραφο δικό μου: “Αληθώς ανέστη”.
 

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Παιδική εργασία ανά τον κόσμο – Φωτογραφίες που κόβουν την ανάσα, που ο καθένας πρέπει να δει.

Παιδική εργασία ανά τον κόσμο – Φωτογραφίες που κόβουν την ανάσα, που ο καθένας πρέπει να δει
                                                                                                                                                                                                       

Επί του παρόντος, περίπου 215 εκατομμύρια παιδιά εργάζονται στον κόσμο, πολλά από αυτά με πλήρη απασχόληση.
Αυτά τα παιδιά δεν πηγαίνουν σχολείο και δεν έχουν χρόνο για να παίζουν. Πολλά δεν λαμβάνουν ούτε τρόφιμα ή κατάλληλη φροντίδα. Έχουν στερηθεί την ευκαιρία να είναι παιδιά.
Περισσότερα από τα μισά από αυτά τα παιδιά είναι εκτεθειμένα στις χειρότερες μορφές παιδικής εργασίας, όπως η εργασία σε επικίνδυνα περιβάλλοντα, η δουλεία, και άλλες μορφές καταναγκαστικής εργασίας, παράνομες δραστηριότητες, όπως διακίνηση ναρκωτικών και πορνεία και ακούσια συμμετοχή σε ένοπλες συγκρούσεις .

Παρά τις διάφορες διεθνής διασκέψεις και συνέδρια που λαμβάνουν μέρος κατά καιρούς για την καταπολέμηση των χειρότερων μορφών παιδικής εργασίας, υπάρχει ακόμα η επείγουσα ανάγκη για συντονισμένη δράση σε παγκόσμιο επίπεδο για τον τερματισμό της παιδικής εργασίας.

Οι φωτογραφίες είναι του διάσημου φωτογράφου Steve McCurry, από το άλμπουμ του ”Stolen Childhood. (http://stevemccurry.com/)

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
πηγή:sierraworldnews.blogspot.gr
 

Η ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΟΣ.

 Η ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΟΣ.
 
iereus
 
Η συγκλονιστική ιστορία ενός αγίου παππούλη, ακαδημαϊκού δασκάλου,
 που κλείστηκε στο ψυχιατρείο για να βοηθήσει τους ασθενείς.
 
Τον είδα αιφνίδια μέσα στον τεράστιο θάλαμο με τα 65-70 κρεβάτια μέσα στο πανδαιμόνιο που κάνουν 70 άνθρωποι όταν μαζευόταν και στριμώχνονταν σε ένα μικρό χώρο. Το φως πολύ. Έμπαινε από τα μεγάλα παράθυρα με τα σιδερένια κάγκελα. Ήταν πρωί περίπου 9 ή ώρα, όταν άνοιξε ή βαριά πόρτα, εξωτερική και ανεβήκαμε η νέα ομάδα των 1Ο φοιτητών, στο τμήμα αποτοξίνωσης στο Δαφνί.  
Πρόσωπα εκινούντο αέναα μέσα στο φαρδύ διάδρομο που άφηναν τα κρεβάτια τους.  Άνθρωποι από όλα τα μέρη της πατρίδας και από πιο πέρα ακόμη. Με τις χαρακτηριστικές προφορές των Λαρισινών ή των Κρητικών και των νησιωτών. Κοντοί, ψηλοί, μελαχρινοί, άσπροι, αδύνατοι, παχείς, πάσχοντες, όλος ο κόσμος αναγκασμένος να συμβιώνει. Και μέσα σε αυτήν την άμπωτη και πλημμυρίδα των ανθρώπων ένας ψηλός ξανθωπός με μαύρα ρούχα και περιλαίμιο λευκό με λίγο υποτυπώδες γένι ξανθό άρχοντας, ατάραχος, γαλήνιος μέσα σ' αύτη την ταραχή. Κατάλαβα ότι επρόκειτο για ιερέα. Ευτυχώς, είπα μέσα μου, ένας καθολικός ιερέας στο τμήμα αποτοξίνωσης. Ευτυχώς που δεν είναι ορθόδοξος. Να ξεφτιλιζόμαστε στους γιατρούς και στους συμφοιτητές μας ! Ευτυχώς.
Χωριστήκαμε σε δύο ομάδες, βάλαμε τις ιατρικές μας μπλούζες και με τον υπεύθυνο γιατρό προχωρήσαμε στο κρεβάτι του πρώτου ασθενούς. Τον φώναξε ο υπεύθυνος από την παρέα του, ήρθε ένας μικρός μαγκάκος από την Λάρισα ομιλητικός αλλά μαγκάκος.  Δεν θυμάμαι τίποτα από το πρώτο αυτό μάθημα, ούτε γιατί ήταν μέσα ο ασθενής, ούτε τι φάρμακα έπαιρνε, απλώς στην ρύμη των λόγων του είπε :  «Έχουμε και τον παπά να μας βοηθά και περνάμε καλά και ενώ έπρεπε να φύγουμε σε τρεις μήνες επισπεύσαμε το πρόγραμμα χάρις σ' αυτόν και θα φύγω σε 1,5 μήνα».
Τότε με τάραξε ο λογισμός μου, ένας καθολικός παπάς με το κουστουμάκι του βοήθησε αυτόν εδώ; Αδύνατον, ένας καθολικός παπάς !!
Στην πρώτη μας αύτη συνάντηση ουδέν έπραξα παρ' όλο τον φυσικό μου κοινωνικό χαρακτήρα.
Έφυγα όταν τελείωσε ό υποχρεωτικός μου χρόνος της παρουσίας.
Στη δεύτερη επίσκεψη την επόμενη εβδομάδα πάλι τα ίδια, άλλος ασθενής και νέα αποκάλυψη: «ευτυχώς που έχουμε τον παπά και μας βοηθά ειδικά τα βράδια που μένουμε με τους εαυτούς μας, μας παρηγορεί, μας εμψυχώνει. Είναι δικός μας παπάς, ορθόδοξος !»
 
 
Ένα κρύο ρεύμα με διαπέρασε, γκρεμίστηκαν όλα, ο ευσεβισμός μου δεν μπορούσε να δεχτεί ότι ένας παπάς ορθόδοξος ήταν μέθυσος, είχε ανάγκη αποτοξίνωσης και βρισκόταν πίσω από τα σίδερα με άλλους παρανόμους, μέθυσους και ναρκομανείς.  Ούτε καν σε κάποιο ιδιωτικό κέντρο αποτοξίνωσης. Η ιδέα που είχα για άσπιλη εκκλησία και οφειλόταν στη νεότητα μου, ξεθώριασε απότομα. Τον πλησίασα, στεκόταν όρθιος και συνομιλούσε με έναν άλλο ασθενή που έτρεμαν τα χέρια του. Συνομιλούσε απλά για το τίποτα, ο άλλος τον άκουγε, τού έλεγε για τα προβλήματά του, τού μιλούσε γρήγορα, ο παπάς άκουγε με μία απέραντη στοργή κοιτάζοντάς τον. Είχε πρόσωπο καθαρό, μάτια γαλάζια-θάλασσα, ηλικία 55 χρόνων περίπου, χέρια άσπρα, δάκτυλα μακριά, τέλος πάντων, όλα πάνω του είχαν κάτι το αρχοντικό. Του απάντησε σιγά με μια προφορά με αγγλική ηχώ. Ήταν ξένος. Παπάς ορθόδοξος ξένος.
Μόλις τελείωσε με τον άρρωστο στράφηκε σε μένα και με ρώτησε: «χάου αρ γιου?». Έμαθα ότι ήταν 'Έλληνας που γεννήθηκε στο εξωτερικό, οι γονείς του είχαν φύγει για την πέρα από τον Ατλαντικό Αμερική. Τον έστελναν όμως οι γονείς του στους παππούδες του στην Κατερίνη, έτσι είχε μάθει καλά ελληνικά και είχε ένα σύνδεσμο με την παράδοση της χώρας μας. Ένιωθα ήδη άνετα σαν να τον γνώριζα από χρόνια, είχαν φύγει όλοι οι ενδοιασμοί μου.
-Τι θέλετε από μένα; με ρώτησε.
- Θέλω να μάθω γιατί βρίσκεστε σε αυτό το χώρο και θεραπεύεστε, τέλος πάντων να σας γνωρίσω.                                - Ελάτε στο δωμάτιό μου.
Ναι, μέσα σε αυτό το χάλι υπήρχε ένα μικρό δωματιάκι, στενό δωματιάκι με ένα κρεβάτι, παράθυρο βορινό, τοίχοι πανύψηλοι 4 μέτρα, ένα γραφείο, εικόνες ρωσικές, καντήλι, κομποσκοίνι, θυμιατήρι, πετραχήλι, φάρμακα πάνω στο γραφείο και βιβλία. Ήταν ένα μικρό καλογερικό κελί μέσα στη ταραχή 70 τροφίμων του ψυχιατρείου.                                      Εκεί άρχισε η αποκάλυψη της χάρης του Θεού.  Το όνομα Νικόλαος, ορθόδοξος ιερέας της αρχιεπισκοπής της Αμερικής.  Καθηγητής του Χάρβαρντ στην έδρα των Παλαμικών Σπουδών και Ποιμαντικής Ψυχολογίας. Καθηγητής στο Χάρβαρντ
στο μεγαλύτερο πανεπιστημιακό ίδρυμα της Αμερικής και τώρα τρόφιμος της ψυχιατρικής πτέρυγας του Δαφνίου στο τμήμα αποτοξινώσεως, η διαφορά είναι ιλιγγιώδης.
-Πάτερ, πώς φτάσατε εδώ;
- Ήμασταν μία παρέα φίλοι που τελειώσαμε τη σχολή του τιμίου Σταυρού στην Βοστόνη. Παντρευτήκαμε, κάναμε παιδιά και γίναμε ιερείς.  Ο καλύτερος όλων μας πριν περίπου δέκα χρόνια πέθανε αιφνίδια. Τον κηδεύσαμε και γυρίσαμε στα σπίτια μας. Τότε με κατέλαβε ένα πνεύμα λύπης και από τότε άρχισα να πίνω. Τέλος πάντων σε λίγο καιρό ήμουν εξαρτημένος από το ποτό, εάν δεν έπινα έτρεμα. Δεν μπορούσα να διευθετήσω τα θέματα μου.  Στην αρχή το έκρυβα από την γυναίκα μου και τα παιδιά μου, δε μεθούσα αλλά έπινα, ήμουν με ένα ποτήρι στο χέρι. Πειράχτηκε και το ήπαρ μου.
 Όλο το θέμα ήταν μία πρόκληση για την ιατρική μου γνώση, τίποτα από τα παραπάνω δεν συμβάδιζε με την νηφαλιότητα του ανδρός με την αρχοντιά του και την έλλειψη νευρικότητας. Είχε έρθει η ώρα να φύγουμε. Του ζήτησα να του φέρω κάτι για παρηγοριά του μέσα σε αυτούς τους τοίχους.
- Ένα βιβλίο του Ρωμανίδη μου λέει, τον είχαμε δάσκαλο τον Ρωμανίδη.
Στη νέα συνάντησή μας την επόμενη εβδομάδα κρατούσα στο χέρι μου το δεμένο βιβλίο του Ρωμανίδη «ΡΩΜΑΙΟΙ Ή ΡΩΜΙΟΙ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ».  Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά να συναντήσω τον Νικόλαό μου, τον άρρωστό μου.  Τον βρήκα στο δωμάτιό του, καθισμένο σε μία μικρή πολυθρόνα και στο χέρι του ένα μικρό κομποσκοίνι. Του έδωσα το βιβλίο στα χέρια του. Είχε κόκκινο σκληρό εξώφυλλο, το γύρισε με αγάπη, διάβασε τα κεφάλαια. Χάρηκε σαν μικρό παιδί.
- Είμαι εδώ πάνω από τρεις μήνες, βγαίνω σπάνια δεν έχω που να πάω, δεν μου έχουν φέρει ένα δώρο. Πόσο χαίρομαι για αυτό που μου έφερες. Αυτός ο άνθρωπος έφερε αέρα ορθοδοξίας, γκρέμισε το σχολαστικισμό της γερμανικής ιδεολογίας, έδειξε τον πλούτο μας! Ό,τι μάς έλεγε ο γέρο Ιωσήφ, αυτός το έβαλε στα πανεπιστήμια.
- Ποιος γέρο Ιωσήφ;
- Ο ησυχαστής, ο παππούς ο σπηλαιώτης. Τον γνώρισα το 1960 όταν πήγαινα στο Άγιο Όρος, στη Νέα Σκήτη, με δεχόταν στο κελάκι του. Μου έμαθε να προσεύχομαι με το κομποσκοίνι ώρες και ώρες, φωτόμορφος, γλυκύς, αυστηρός. Προσοχή έλεγε, στο νου, πρώτα προσβολή, μετά συζήτηση με τον λογισμό, μετά συγκατάθεση! Συγκατάθεση, θάνατος, αρχή αμαρτίας, η αμαρτία δόντι ιοβόλο του θανάτου.  Προσοχή όχι συζήτηση με τον λογισμό, νήψη.
Αυτά που ο γέροντας τα παρέδωσε εμπειρικά, ο Ρωμανίδης τα κατέγραψε τα στήριξε αγιοπατερικά και τα εξαπέστειλε στα πέρατα της γης, ώστε να έχουμε και εμείς χαρά εκεί στην Αμερική.   Όταν έγινα ιερέας με τον πρώτο μου μισθό έστειλα ένα δώρο στον γέροντα Ιωσήφ, του έστειλα ράσα καλογερικά όχι κάτι το ακριβό, τα είχα τυλίξει και σε ένα γκρι χαρτί, έγραψα την διεύθυνση και τα έστειλα.  Μετά από πέντε χρόνια τον έπισκέφθηκα στο κελί του.  Όπως καθόταν είδα πίσω του στο περβάζι το δώρο μου ανέγγιχτο, αμέσως σκούρυνε το προσωπό μου.  Του λέω: «Γέροντα, σου έστειλα ένα δώρο με τα πρώτα μου χρήματα και εσύ ούτε που το άγγιξες!»  Μου λέγει: «π. Νικόλαε, παιδί μου, δεν μου λείπει τίποτα, έχω τον Χριστό.  Δεν μου λείπει τίποτα, το δώρο σου το είδα, έσκισα μία άκρη και το είδα. Το άφησα εδώ χρόνια να μου λέγει ο λογισμός άνοιξέ το και να τον ξεχνώ, αλλά να σε θυμάμαι.  Θα μπορούσα να το έχω δωρίσει σε τόσους που έρχονται εδώ, αλλά το άφησα για τον παπά Νικόλα...  Έλα να βάλουμε τον πλάγιο του δεύτερου ήχου να παρηγορηθείς».
Μου έμαθε να προσεύχομαι με το κομποσκοίνι για τον κόσμο, για τις αμαρτίες μου και πάλι έμπονα για τον κόσμο.
Όλες τις ακολουθίες τις έκανε με το κομποσκοίνι εκτός της Θείας Λειτουργίας.
- Πάτερ απορώ, πώς εσείς που γνωρίσατε ένα τόσο άγιο άνθρωπο, πέσατε σ' αυτό το πάθος της οινοποσίας.  Η προσευχή δεν σας προστάτεψε; δεν σάς βοήθησε να γλυτώσετε από τον πειρασμό αυτόν;
- Ευάγγελε μην ξεχνάς το «αρκεί σοι η χάρις Μου» του ἀπ. Παύλου. 
- Ξέρετε με σκανδάλισε, στην αρχή τουλάχιστον, το θέμα σας.
- Σε σκανδάλισε ή σε φόβισε για το ευόλισθον της φύσεώς μας; Είσαι αυτάρκης στην νομιζόμενή σου καθαρότητα και φοβάσαι μήπως την χάσεις, μήπως κάνεις κάποιο λάθος και χάσεις την καλή γνώμη για τον εαυτό σου και για τους άλλους. Σε νοιάζει τι θα πει ο κόσμος.  Αδελφέ μου και φίλε μου, η νεότητά σου είναι κακός σύμβουλος όπως και σε μένα κάποτε.  Η πείρα του βίου και η συν-αντίληψη της χάριτος με έπεισε ότι: όποιος και αν είμαι, ό,τι και αν κάνω, είμαι δεμένος με τον Χριστό και φωνάζω «ελέησόν με ο Θεός, ελέησόν με Κύριε ως οίδας και ως θέλεις, ελέησον με».  Και λέω μέσα μου: όλοι σώζονται εγώ κολάζομαι. Ελπίζω στον Χριστό και στην Παναγία.  Ελπίζω στο έλεος Του Θεού που χαρίζει τον παράδεισο σ' αυτούς που πιστεύουν ότι είναι ανάξιοι του παραδείσου.
Και πάλι ο αδυσώπητος χρόνος τελείωνε.
- Πάτερ, θέλετε να σας φέρω κάτι την επόμενη συνάντησή μας;
- Ναι θέλω κάτι, επειδή έχω τέσσερα παιδάκια στην πατρίδα, και τα έχω επιθυμήσει.  Φέρε μου σε παρακαλώ ένα μικρό παιδάκι και φώναξέ με να βγω στο παράθυρο, από τα κάγκελα να το δω, να δω τα ματάκια του, να παρηγορηθώ.
Βρήκα τον μικρό μου βαπτιστικό Σωτήριο, τον πήρα αγκαλιά, πέρασα την πόρτα και σταθήκαμε κάτω από τα σίδερα.
- π. Νικόλαε, π. Νικόλαε, ήρθαμε !
Πρόβαλε η φιγούρα του πίσω από τα σίδερα, άπλωσε τα χέρια του από ψηλά, μας κοίταζε, μας χαμογελούσε, μιλάγαμε από εκεί.  Χάρηκε, θυμήθηκε τα δικά του παιδιά, απλώθηκε η νοσταλγία.  Δεν ήταν πίκρα, ήταν μία νοσταλγία για τον παράδεισό μας.   Mας ευλόγησε και αποχωρήσαμε.
«Ποιος είναι πλούσιος Λωξάνδρα μου; Ο εν τω ολίγω αναπαυόμενος, τζόγια μου...»
- Πάτερ, η Αμερική φημίζεται για τα αποτοξινωτικά της κέντρα, πώς ήρθατε εδώ, σ' αυτές τις άθλιες συνθήκες;
- Ευάγγελε, πριν πολλούς μήνες προκηρύχτηκε μια θέση στο πανεπιστήμιο της Αθήνας, Παλαμικών σπουδών. Ήρθα λοιπόν κι εγώ, αφού πήρα την άδεια από το πανεπιστήμιο μου στο Χάρβαρντ, να βάλω τα χαρτιά μου γι' αύτη την έδρα.
Οι μήνες περνούν δεν γινόταν τίποτα. Καθηγητικές ίντριγκες, συνεδριάσεις επί συνεδριάσεων, τίποτα. Την έδρα μου στο Χάρβαρντ την είχε πριν από μένα ο Γεώργιος Φλορόφσκι.  Αυτός είναι ένας μεγάλος Θεολόγος και πραγματικός φιλέλληνας και είναι ο γέροντας μου.
Από έκπληξη σε έκπληξη.  - Γέροντάς σας αυτός ο μέγας;
- Ναι και είναι πραγματικά μεγάλος πνευματικός Θεολόγος και σημειοφόρος άνθρωπος θυσίας.  Σπουδαγμένος και στην Ποιμαντική Ψυχιατρική και στην ψυχολογική αντιμετώπιση των εθισμένων χρηστών σε ουσίες και ποτό.  Αλλά όλα αυτά τα ασκούσε με απέραντη αγάπη και υπομονή.  Για να κατανοήσεις το μέγεθος του ανδρός, θα σου πω μία ιστορία στην οποία ήμουν μάρτυρας της θαυμαστής θεραπείας ενός εφήβου.  Μια οικογένεια έφερε το παιδί της 18 ετών που έπασχε από ηβηφρενία. Η κατάσταση ήταν δύσκολη, αθεράπευτη σχεδόν, τον παρακάλεσαν να τον δεχτεί να τον αναλάβει.  Πράγματι τον πήρε σε ένα σπίτι στην εξοχή, που είχε πολλά στρέμματα με σημύδες, ένα μεγάλο αγρόκτημα.  Μπήκαν μέσα οι δυο τους, το αγρίμι και ο π. Γεώργιος και έκλεισαν την βαριά πόρτα.  Μετά τρεις μέρες παρέδωσε το παιδί υγιές και σώφρον στους γονείς. Το παιδί αυτό σπούδασε και είναι υγιές έκτοτε και μάλιστα τώρα, είναι και επίσκοπος της Εκκλησίας μας.
Όταν τον ρώτησα - π. Γεώργιε πώς έγινε αυτό; μου είπε ότι πήρε το παιδί και του είπε: «παιδί μου εγώ θα καθίσω σ' αυτήν την σημύδα. Όλος ο χώρος είναι δικός σου, κάνε ό,τι θέλεις και όταν θέλεις έλα να μιλάμε».  Τρεις μέρες και τρεις νύχτες έκανε ό,τι ήθελε. Κατέστρεψε το ψυγείο, την βιβλιοθήκη μου, τα λουλούδια, και όποτε ήθελε με πλησίαζε και μιλάγαμε. Εγώ καθόμουν στης σημύδας τον κορμό και περίμενα χωρίς να ταράζομαι για ό,τι γινόταν, τρεις μέρες εκεί δεν σηκώθηκα, δεν έφαγα, δεν ήπια νερό. Την τρίτη ήμερα ήρθε το παιδί γαλήνιο, μου φίλησε το χέρι, με σήκωσε, με βοήθησε να περπατήσω γιατί ήμουν σαν πεθαμένος, ανοίξαμε την πόρτα και τον παρέδωσα στους γονείς του. Ιματισμένο και σωφρονούντα.  «Πάτερ Γεώργιε, και τρεις ημέρες πώς κάνατε τις στοιχειώδεις ανάγκες σας;» «Τα έκανα πάνω μου, δεν μετακινήθηκα καθόλου, ήθελα να δώσω μία θυσία γι' αυτόν στο Θεό, την υπομονή μου, την κατάργηση των συμβατικών καθημερινών πρακτικών. Δεν είναι τίποτα, ο Θεός μου χάρισε υγιή τον άνθρωπο, και δι’ αυτού μου χάρισε και γεύση της Βασιλείας του». Τέτοιος άνθρωπος ήταν αυτός, αληθής Θεολόγος, άνθρωπος της Λειτουργίας αλλά και πέρα απ' αυτήν.
Πάντα έλεγε: «δίδου ημίν εκτυπώτερον, Σου μετασχείν, εν τη ανεσπέρω ημέρα της βασιλείας Σου».
  ΣYZHTHΣH ΣTO MΙKΡO ΔΩMATΙO ΠΕΡΙ THΣ ZΩHΣ ΤΟΥ ΙΕΡΕΩΣ 
Από τις συζητήσεις που είχαμε καταθέτω εδώ μερικά:
- Πρόσεχε ιερεύ, τον εαυτό σου μην ξεχάσεις να βλέπεις Τον Θεό.  Ορκίστηκες να έχεις τον νου σου στην Σωτηρία τόσο την δική σου όσο και των άλλων.  Κάθε καιρός είναι κατάλληλος για να δώσεις το Βάπτισμα και την Θεία Κοινωνία γιατί κάθε καιρός είναι κατάλληλος για τον θάνατο.
- Να θυμάσαι ότι ο άνθρωπος μπορεί να πει όχι στον Θεό, ο Θεός δεν μπορεί να πει όχι στον άνθρωπο.
Αυτού του Θεού είμαστε ιερείς, που επιτρέπει στο πλάσμα του να πει όχι να μην γίνει το θέλημά σου δηλαδή να γεννήσει την κόλαση. 
-Στους ανθρώπους μπορείς να πεις ότι: ο Χριστός κατέβηκε στον Άδη εκεί μας αναμένει όσο πιο βαθύς είναι ο Άδης σου τόσο βαθύτερα είναι ο Χριστός.
Η οδύνη είναι το ψωμί που ο Θεός μοιράζεται με τον άνθρωπο, και που έχει υποχρέωση, ο δούλος του ο παπάς, να μοιραστεί κι αυτός με τον σύνολό του.
Στον Σταυρό ο Θεός, ενάντια σε ότι είχαμε ποτέ φανταστεί για θεό, τάχθηκε με το μέρος του ανθρώπου.
Ο Θεός έγινε άνθρωπος, δηλώνει την αγάπη του ζητά την αγάπη μας και μας απαλλάσσει από κάθε οφειλή. Ο αγώνας μας είναι η προσοχή στην πνευματική πηγή του κακού, το οποίο δεν προέρχεται από την φύση αλλά συντελείται μέσα στο πνεύμα.
Αυτός που είδε την αμαρτία του, είναι πιο μεγάλος από αυτούς που γνώρισαν αγγέλους.
Τότε από την άβυσσο των αμαρτιών μου, επικαλούμαι την άβυσσο της Χάριτος σου.
Πρόοδος στον αγιασμό σου παπά μου, φαίνεται όταν η καρδιά σου ήσυχη διαστέλλεται και ανθίζει σε κοσμική ευσπλαχνία, δεν μπορεί να κρίνει κανένα, σηκώνει το κακό όλου του κόσμου, περνά την Γεθσημανή και καλύπτει τα πάντα με τον μανδύα της αγάπης.
Η αγάπη είναι ο Θεός που ρίχνει το βέλος, τον Μονογενή του Υιό, αφού έβρεξε την ακίδα του βέλους με το ζωοποιό πνεύμα.  Η ακίδα είναι η πίστη που όχι μόνο εισάγει το βέλος αλλά και τον τοξότη μαζί της.
- Ευάγγελε μου, αν ποτέ γίνεις ιερέας, να θυμάσαι ότι αυτό που σκανδαλίζει τους άπιστους, δεν είναι οι άγιοι αλλά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι δεν είμαστε όλοι άγιοι. Η κατάσταση του κόσμου μοιάζει με αυτήν την προ του Μ. Κωνσταντίνου και χειρότερη... γιατί τότε οι άνθρωποι ήσαν ειδωλολάτρες τώρα είναι άθεοι. Έτσι αντί η εκκλησία να κρίνει τον κόσμο, η 'Εκκλησία κρίνεται από τον κόσμο, γιατί ο κόσμος μπορεί να την κατηγορήσει ότι μέσα σε τόσους αιώνες έχασε την ικανότητα της μαγιάς και ΑΝΤΑΝΑΚΛΑ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ και μάλιστα πιστά.
Η εκκλησία από αρραβωνιαστικιά έγινε θΡΗΣΚΕΥΤIΚΗ κοινωνία. ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ εξεγείρει, ανατρέπει όχι την δομή του κόσμου, αλλά την δομή του ανθρώπινου πνεύματος.
Ο Χριστός εντός.  Απόκτησε την εσωτερική ειρήνη και πλήθος ανθρώπων θα βρει την ειρήνη δίπλα σου.
-Παπά μου, το να πλησιάσεις τον σύγχρονο άνθρωπο είναι τέχνη. Το ουσιώδες είναι να μεταφερθείς στην θέση του, να σβήσεις τον εαυτό σου και να αφήσεις τον Χριστό να μιλήσει.
Όλη σου η Θεολογία που σε έμαθαν σωριάζονται σαν θρύψαλα μπροστά σε ένα εγκληματία, ένα νεκρό, μια μοναξιά.
 Όμως η ζωντανή ζεστασιά της παλάμης σου, μπορεί να κάνει ανθρώπους σβησμένους, λερωμένους κι άσχημους, να ακτινοβολούν ξαφνικά ακτίνες Φωτός και να ανασύρεις στην επιφάνεια αυτό που κοιμάται.
Την κοινωνία.
Ο Μυστικός Δείπνος, η Θεία Κοινωνία που ετοιμάζεις είναι μυστήριο εν πορεία, γι' αυτό στεκόμαστε όρθιοι. Και αν γίνουμε απόβλητοι από την κοινωνική ζωή πρέπει να ωριμάσουμε σαν μία γενιά ομολογητών.
..................
-Πάτερ Νικόλαε, είδα ότι είσαι άνθρωπος του Θεού. Σε παρακαλώ πες μου ποιά είναι Η μυστική σου εργασία, τι μου κρύβεις;
- Ευάγγελέ μου, ήλθε η ώρα νομίζω να μάθεις όλα τα κατ' εμέ, σαν μία παρακαταθήκη Διδασκάλου προς μαθητή. Δεν είμαι άρρωστος, τουλάχιστον δεν πάσχω από αλκοολισμό ! ! !  Μεταξύ των σπουδών μου είναι και η ψυχολογία του χρήστη. Αφού ήρθα στην Αθήνα και κατέθεσα τα χαρτιά μου και ο καιρός περνούσε, με το σήμερα - αύριο, μίλησα με τον διευθυντή της κλινικής που είναι φίλος μου από την Αμερική, του είπα για προγράμματα στην Αμερική όπου ο γιατρός ζει μαζί με τους αρρώστους για όλο τον χρόνο του προγράμματός τους με εξαιρετικά αποτελέσματα.  Έτσι παρακολουθώ το πρόγραμμα, χωρίς κανείς να το γνωρίζει από τους συναρρώστους μου.  Ζω έγκλειστος τρεις μήνες περίπου, επιταχύνθηκε το πρόγραμμα, αλλά κυρίως αυτοί που έφυγαν αυτό το διάστημα, δεν υποτροπίασαν».
- Μα τι μου λέτε, πουλήσατε τον εαυτό σας σαν δούλο εδώ μέσα, δεν βλέπετε ούτε καν παιδιά, υποφέρετε την τρέλα του καθενός... !
- Ναι αλλά έχω το δωματιάκι μου, την προσευχή μου, την πίστη μου, έχω τον καθρέφτη μου όλους τους αδελφούς τους έγκλειστους. Εκείνο που με ξεσχίζει τα σπλάχνα ήταν ότι δεν μπορούσα να λειτουργώ. Τώρα τελευταία, παίρνω κι εγώ όπως όλοι μία άδεια και πηγαίνω εδώ σε ένα μοναστηράκι να λειτουργώ και επανέρχομαι.
- Μα δεν τρελαθήκατε εδώ μέσα, φυλακισμένος αναίτια τόσους μήνες;
- Πιέστηκα, πιέστηκα... ήταν εμπειρία τάφου, αλλά όμως γνώρισα όλους αυτούς τους φίλους του Χριστού, τους ελάχιστους.  Αυτούς που πιστεύουν ότι είναι ανάξιοι του παραδείσου, τους συμπαραστάθηκα, τους άκουσα, τους έδωσα λίγο νερό, λίγη πίστη και κυρίως επλατύνθηκα κι εγώ και πάλι δούλος αχρείος είμαι. Αναλογίζομαι την ώρα της εξόδου μου και ελπίζω στο έλεος της εκκλησίας Του και στο ιδικό Του.
- Πάτερ Νικόλαε, είστε τόσο νέος ούτε 53.
Ήταν Τετάρτη της πρώτης των νηστειών που κάναμε αύτη την κουβέντα της καρδιάς, που μου χάραξε την καρδιά.
- Την Παρασκευή θα πάρω άδεια, θα πάω στο μοναστηράκι που σας είπα για τους Χαιρετισμούς και για λειτουργία την Κυριακή της Ορθοδοξίας. Ελάτε κι εσείς να σας δούμε. Πάρτε ένα τηλέφωνο το Σάββατο να σας πούμε την ώρα της Λειτουργίας την Κυριακή.
Πράγματι το Σάββατο των Αγίων Θεοδώρων τηλεφώνησα.
- Ευλογείτε πάτερ...
- Ο Κύριος.
- Σας παρακαλώ, θέλω να μιλήσω στον πατέρα Νικόλαο.
-Δεν γίνεται, μου είπε.
- Πότε να ξαναπάρω για τον π. Νικόλαο, πότε;
- Μόλις προ ολίγου τελείωσε την Θεία Λειτουργία, κατέλυσε και πέθανε μπροστά στην Αγ. Τράπεζα την ώρα που την ασπαζόταν για να βγει από το Ιερό.  Επειδή αργούσε να βγει μπήκε ο εκκλησάρης και τον βρήκε γονατιστό αλλά χωρίς πνοή.  Έχει έρθει η αστυνομία, θα τον πάνε για νεκροτομή, θα τον στείλουν στην Αμερική.
- Δεν ξέρω τι λέτε, πάτερ, εγώ προχτές του μίλησα, τέλος πάντων ήμασταν μαζί. Ήταν μια χαρά. Δεν μπορεί, δεν είναι αυτός.
- Όχι αυτός είναι.
Έτσι το ήθελε ο Θεός.
Έτσι ετελειώθη ο Νικόλαος ο άρχων, ο εργάτης των εντολών του Χριστού, ο κρυφός, ο φίλος μου, ο ολιγοήμερος, ο γνήσιος ποιμένας που άφησε τα 99 για το ένα, που πουλήθηκε δούλος σαν κι αυτόν τον επίσκοπο του γεροντικού, ο ιερέας του 20 αιώνος του απατεώνος, που τα μάτια του δεν απατήθηκαν αλλά είδε καθαρά την εικόνα του κόσμου χωρίς φαντασία.
Aς έχουμε την ευχή του.
 
Το ἀρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό -ΠΕΙΡΑΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ και στην συνέχεια αναδημοσιεύτηκε σε πολλά ιστολόγια. Εμείς το αναδημοσιεύουμε από το ιστολόγιο -Για την απλή και ήσυχη ζωή σύν πάσι τοις Αγίοις.
Όσοι αγαπούν τον Χριστό, θα μιλήσει στις καρδιές τους…Eυχαριστίες και στον π.Ευάγγελο Παπανικολάου, πόνημα του οποίου είναι το κείμενο και στη χειροτονία του οποίου δόθηκε ως ενθύμιο.

ΙC XC + NI KA
><((ΙΧΘΥΣ((•>

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Χάρρυ Κλυνν για Νίκο Δήμου:¨Δεν έχω καμία διάθεση να ασχοληθώ ξανά μ’αυτό το σκουπίδι”!

Χάρρυ Κλυνν για Νίκο Δήμου:¨Δεν έχω καμία διάθεση να ασχοληθώ ξανά μ’αυτό το σκουπίδι”!

 
harry-klynn


Πρώτη ανάρτηση 5 Απριλίου 20.49
Νίκος Δήμου: «Μια χαβούζα με βοθρολύματα, που ζέχνει εκατοντάδες χιλιόμετρα γύρω και μολύνει όλη την Ευρώπη. Κι έχουμε το θράσος να τα βάζουμε με την τρόικα, τη Μέρκελ, τον Ράιχενμπαχ (τους νεοναζί του Στάθη), όταν επί χρόνια δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να κλέβουμε ο ένας τον άλλο κι όλοι μαζί το κράτος (δηλαδή, πάλι εμάς). Αναρωτιέμαι: εκείνοι που βρίζουν το μνημόνιο (και είναι η πλειονότητα) συνειδητοποιούν, άραγε, τη δική μας συμβολή που του άνοιξε την πόρτα; Αν δεν κλέβαμε, δεν εξαπατούσαμε και πληρώναμε τους φόρους μας, θα χρειαζότανε;»
Το άνθος που κακού φύτρωσε και ανθεί στον δικό σας κόσμο… Στο δικό σα μπαξέ που τον πνίξανε τα ζιζάνια της απρέπειας, του θράσους και της ματαιοδοξίας… Αλισβερισοπουστριλίκια και κραυγές άναρθρες, ανάγωγες, αγράμματες… Αξεσουάρ εξυπνακισμού στο κουστούμι της μόνιμης μικρότητάς σας… Σ’ αυτόν τον κόσμο ζείτε κι αυτόν τον κόσμο μόνο καταλαβαίνετε… Άλλος κόσμος για σας δεν υπάρχει…
Σ ’αυτόν τον όμορφο «καθωσπρέπει» κόσμο που «χτίσατε» εσείς οι Νίκοι Δήμοι, οι καταφερτζήδες… Οι επί των πραγμάτων, οι κόβω-ράφτες και αεροπουλητάδες!
Τι να κλέψει ο μεροκαματιάρης από τον άνεργο, ο Δεν-έχω-μία από τον Πανί-με-πανί;
«Χαβούζα με βοθρολύματα, που ζέχνει εκατοντάδες χιλιόμετρα γύρω και μολύνει όλη την Ευρώπη» δεν είναι η δική μας Ελλάδα, «Χαβούζα με βοθρολύματα» είναι η δικιά σας Ελλάδα, η Ελλάδα του δήθεν και του κάπως έτσι…
Η Ελλάδα των μεσαζόντων, των νταβατζοδιαπλεκόμενων, των μιζοφακελαδόρων, των αρπαχτολιγδοπολιτικάντηδων, των νενέκων των εφιαλτών και των κουλτουριάρηδων του κώλου!
Η Ελλάδα του με λένε Δήμου και σας γράφω στο καυ#& μου!
Η δικιά μας Ελλάδα είναι η Ελλάδα των εργατών, των μαστόρων, των καλλιτεχνών, των ποιητών, των ερευνητών των κτιστάδων και των γραφιάδων… Η Ελλάδα του καθαρού μετώπου, της παλικαριάς και της ευθύνης… Η Ελλάδα που δεν είδατε και δεν ξέρετε…
Και τη δικιά σας πτωματική Ελλάδα με τους νεοταξικούς προστάτες, τις τρόικες, τις Μέρκελ και τους Ράιχενμπαχ, πάρτε την και βάλτε την στον κώλο σας… Σα τη χαρίζουμε….
Χάρρυ Κλυνν

Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Γιατί είναι σφραγισμένη εδώ και 193 χρόνια η κεντρική πύλη του Πατριαρχείου;

Γιατί είναι σφραγισμένη εδώ και 193 χρόνια η κεντρική πύλη του Πατριαρχείου;
Πίστευε και ερεύνα
ΚείμενοΛουδάρος Ανδρέας
Εδώ και 193 χρόνια, η κεντρική πύλη του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Φανάρι είναι σφραγισμένη. Όποιος θέλει να εισέλθει στον χώρο όπου τους τελευταίους αιώνες εδρεύει η πρωτόθρονη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, γίνεται μάρτυρας ενός συνεχούς βουβού θρήνου αλλά και τιμής σε έναν άνθρωπο που προτίμησε τη θυσία.

Κάθε χρόνο, αυτήν την ημέρα ο Οικουμενικός Πατριάρχης ανάβει ένα κερί και προσεύχεται.

Οι περισσότεροι γνωρίζουν γιατί, πολλοί όμως το αγνοούν.

Ήταν 10 Απριλίου 1821. Σ’ αυτήν την κλειστή σήμερα μαύρη πύλη οθωμανοί στρατιώτες κρέμασαν ένα χοντρό σχοινί με μια θηλιά. Στόχος τους δεν ήταν άλλος από τον Εθνομάρτυρα Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ που παρά τις πιέσεις να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη και να φυγαδευτεί, προτίμησε να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο την μοίρα του.

Τον κρέμασαν στην κεντρική πύλη για να τον ατιμώσουν και να παραδειγματίσουν. Άφησαν το άψυχο κορμί του να κρέμεται εκεί για τρία μερόνυχτα. Με κόπους η σωρός του έφτασε στην Οδησσό για να αναπαυτεί ενώ σήμερα τα λείψανα του, φυλάσσονται σε μαρμάρινη λειψανοθήκη, στον καθεδρικό ναό των Αθηνών.

Κάποιοι θέλουν να πείσουν τον Ελληνισμό πως ο Γρηγόριος ήταν ένας «προδότης» που για να διασωθεί είχε αφορίσει την Επανάσταση του Υψηλάντη. Μια μικρή αναζήτηση στις πηγές ωστόσο αποδεικνύει το ακριβώς αντίθετο.

Παρά την διαφωνία του –όπως υποστηρίζουν κάποιοι ιστορικοί- για το χρόνο που θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί η Επανάσταση, ο Γρηγόριος Ε΄ είχε στηρίξει με κάθε μέσον τον Ελληνισμό.


φωτο αρχείου: Ν. Μαγγίνας

Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός πως ο Γρηγόριος θα μπορούσε να είχε σωθεί. Αρκετοί ήταν αυτοί που τον πίεζαν να φυγαδευτεί. Ο Υψηλάντης είχε στείλει πλοίο για να τον μεταφέρει μακριά από τον Σουλτάνο. Για τον Γρηγόριο όμως αυτό δεν υπήρχε σαν επιλογή!

Όπως αναφέρει η Wikipedia, σύμφωνα με τον πανηγυρικό που εκφώνησε για τον Πατριάρχη το 1853 ο Γεώργιος Τερτσέτης, όπως αυτός μεταφέρεται από τον ανιψιό του Πατριάρχη, ο Γρηγόριος Ε' απέρριψε προτάσεις υπαλλήλων ξένων πρεσβειών να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη λέγοντας: «Μη με προτρέπετε εις φυγήν, μάχαιρα θα διέλθη τας ρύμας της Κωνσταντινουπόλεως και των λοιπών πόλεων των χριστιανικών επαρχιών. Υμείς επιθυμείται, εγώ μετημφιεσμένος να καταφύγω...ουχί! Εγώ δια τούτω είμαι πατριάρχης, όπως σώσω το έθνος μου...ο θάνατός μου ίσως επιφέρει μεγαλυτέραν οφέλειαν από την ζωή μου...Ναι, ας μη γίνω χλεύασμα των ζώντων. Δε θα ανεχτώ ώστε εις τα οδούς της Οδησσού, της Κέρκυρας και της Αγκώνος, διερχόμενον εν μέσω των αγύιων, να με δακτυλοδεικτούσι λέγοντες, Ιδού έρχεται ο φονεύς πατριάρχης».

Η αγιοκατάταξη του έγινε στις 10 Απριλίου 1921




Η Λάρνακα με τα λείψανα του Εθνομάρτυρα στον Καθεδρικό Ναό των Αθηνών

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

Τα 6 σοβαρά νοσήματα από την έλλειψη νερού.

Τα 6 σοβαρά νοσήματα από την έλλειψη νερού
                                
Τα 6 σοβαρά νοσήματα από την έλλειψη νερού             
Έχετε αναρωτηθεί πως θα ήταν η ζωή μας χωρίς το αναγκαίο και πολύτιμο για όλους νερό; Σίγουρα θα ήταν κόλαση, καθώς όπως έχει υπολογιστεί το σώμα μας είναι γεμάτο από νερό.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τους επιστήμονες, το σώμα μας θα πρέπει να περιέχει τουλάχιστον 65% νερό, ενώ σε κάποια όργανα, όπως ο εγκέφαλος, η περιεκτικότητα σε νερό φτάνει στο 85%.
Όπως αναφέρει σχετικά ο Δρ. Δημήτρης Τσουκαλάς, Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Διατροφικής Ιατρικής «για την πλειοψηφία του κόσμου η αφυδάτωση είναι κάτι που συμβαίνει σε όσους ταξιδεύουν στην έρημο, όταν αυτοί ξεμείνουν από νερό. Οι περισσότεροι άνθρωποι υποθέτουμε ότι πίνουμε αρκετά υγρά καθημερινά.
Πράγματι, πίνουμε καφέδες, τσάι, αναψυκτικά ή άλλα ροφήματα. Αυτά τα υγρά όμως αρκετές φορές αυξάνουν τις απώλειες γιατί προκαλούν διούρηση και εφίδρωση, ενώ η χρήση αλκοόλ και καπνού ενισχύει επιπλέον τις απώλειες».
Σύμφωνα με μελέτες 2 στα 3 άτομα είναι μερικώς αφυδατωμένα. Η αφυδάτωση, ακόμη και στο μικρό βαθμό του 2% του βάρους σώματος, έχει ως αποτέλεσμα την διαταραχή φυσιολογικών λειτουργιών και τη μείωση της απόδοσης του οργανισμού.
Δείτε παρακάτω τις πιο σοβαρές συνέπειες από την έλλειψη νερού:
Κόπωση, έλλειψη ενέργειας
Η πιο συχνή αιτία χρόνιας κόπωσης είναι η αφυδάτωση. Πρόκειται για το πιο σημαντικό λόγο πτώσης του μεταβολισμού μας. Της ικανότητας δηλαδή του οργανισμού μας να παράγει ενέργεια και να κάνει καύσεις. Η αφυδάτωση των ιστών προκαλεί την μείωση της δραστηριότητας των ενζύμων (τα ένζυμα αυξάνουν τη ταχύτητα με την οποία γίνονται οι χημικές αντιδράσεις μέσα στο σώμα) και των μηχανισμών παραγωγής ενέργειας που μπορεί να φτάσει και το 40% μέσα σε μια ώρα. Η επίδραση στην ψυχική μας κατάσταση εμφανίζεται με σημαντική έλλειψη ενδιαφέροντος στις καθημερινές δραστηριότητες.
Δυσκοιλιότητα
Το σώμα προσπαθεί να κατανέμει το νερό που έχει στη διάθεση του κατά προτεραιότητες. Στην χρόνια αφυδάτωση, το έντερο απορροφά όσο το δυνατόν περισσότερα υγρά, με αποτέλεσμα τα κόπρανα να είναι σκληρά και συμπυκνωμένα. Αυτό δυσχεραίνει την εύκολη αποβολή τους και μια φυσική διαδικασία μπορεί να επηρεάσει αρνητικά, σε μεγάλο βαθμό την καθημερινότητα μας.
Παραπάνω κιλά και Παχυσαρκία
Η αφυδάτωση είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες στην πρόκληση παχυσαρκίας. Όσοι είναι υπέρβαροι, τρώνε παραπάνω από όσο μπορεί να χρησιμοποιήσει και να αποβάλει το σώμα τους. Γιατί όμως έχουμε την τάση να τρώμε παραπάνω από όσο έχουμε ανάγκη; Υπάρχουν πολύ λόγοι, ένας όμως από αυτούς – η δίψα – σπάνια αναφέρεται. Υπάρχουν δύο τρόποι για να ικανοποιήσουμε το αίσθημα της δίψας: - μπορούμε να πιούμε πολλά υγρά ή - να καταναλώσουμε τροφές πλούσιες σε νερό Αν επιλέξουμε τη δεύτερη λύση, το σώμα λαμβάνει τα υγρά που χρειάζεται, λαμβάνει όμως και θερμίδες που δεν έχει ανάγκη και συνεισφέρουν στην αύξηση του βάρους. Πολύ πιο συχνά από όσο νομίζουμε, όταν διψάμε τρώμε αντί να πιούμε νερό.
Χοληστερίνη
Η χοληστερίνη είναι ένα από τα πιο χρήσιμα συστατικά για το σώμα μας. Όταν όμως κυκλοφορεί σε μεγάλες ποσότητες στο αίμα μας τότε μπορεί να είναι δείκτης (όχι η αιτία) αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου. Το ένα τρίτο της χοληστερίνης το προσλαμβάνουμε από το τη τροφή μας και τα υπόλοιπα δύο τρίτα παράγονται μέσα στο σώμα. Η υπερχοληστερολαιμία μπορεί να οφείλεται είτε σε εξωτερικά αίτια (η τροφή μας) είτε σε εσωτερικά (υπερπαραγωγή). Μια από τις λειτουργίες που επιτελεί η χοληστερίνη είναι να παίρνει μέρος στην κατασκευή των κυτταρικών μεμβρανών. Η αφυδάτωση προκαλεί την αποστράγγιση υγρών από το εσωτερικό των κυττάρων. Το σώμα προσπαθεί να σταματήσει αυτή την απώλεια αυξάνοντας τη παραγωγή χοληστερίνης. Η αυξημένη χοληστερίνη σε αυτή τη περίπτωση δείχνει ότι τα κύτταρα μας λειτουργούν σε μη ιδανικές συνθήκες. Η ενυδάτωση, σ’ αυτή την περίπτωση, δύναται να μειώσει τα επίπεδα χοληστερίνης στο αίμα μας χωρίς αλλαγή στη διατροφή μας.
Καρκίνος
Η αφυδάτωση μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την επίπτωση του καρκίνου μέσα από πολλαπλούς μηχανισμούς. Η αφυδάτωση αυξάνει την οξείδωση (την ταχύτητα που τα κύτταρα συσσωρεύουν βλάβες), την οξέωση (αυξημένα οξέα στον οργανισμό), μειώνει τα επίπεδα διαθέσιμου οξυγόνου, μειώνει την ικανότητα αποτοξίνωσης του οργανισμού τόσο από χημικές τοξίνες όσο και από την ακτινοβολία, επηρεάζει αρνητικά την λειτουργία του εντέρου και την εντερική χλωρίδα και είναι αιτία πρόκλησης βλάβης στο DNA. Πέντε μόνο ποτήρια νερό την ημέρα μειώνουν την επίπτωση του καρκίνου του παχέως εντέρου κατά 45% και του καρκίνου της ουροδόχου κύστης κατά 50%.
Πρόωρο Γήρας
Η διαδικασία της γήρανσης εμπλέκει την σταδιακή μείωση των εξωκυττάριων και ενδοκυττάριων υγρών στο σώμα μας. Τα υγρά που βρίσκονται μέσα και έξω από τα κύτταρα μας. Το σώμα ενός νεογέννητου παιδιού αποτελείται κατά 85% από νερό, αυτό το ποσοστό σταδιακά μειώνεται κάτω του 70% σε έναν ενήλικα και συνεχίζει να μειώνεται περαιτέρω καθώς μεγαλώνουμε. Αυτή η απώλεια νερού συμβάλει στην μείωση του όγκου των ιστών και είναι χαρακτηριστική του γήρατος. Η απώλεια νερού, σε επίπεδο ιστών, ενισχύεται και επιταχύνεται σε συνθήκες αφυδάτωσης. Η χρόνια αφυδάτωση μας κάνει να γέρναμε πολύ πιο γρήγορα από το φυσιολογικό.
Η υγιεινή διατροφή συνδέεται με τη γενικότερη ευεξία του οργανισμού, και παίζει ουσιαστικό ρόλο στην πρόληψη κι αντιμετώπιση σοβαρών ασθενειών, όπως είναι ο καρκίνος, με πολλές σύγχρονες έρευνες, να το αποδεικνύουν.
Στο πλαίσιο αυτό, υλοποιείται η εκστρατεία «τροφός» από το Σύλλογο Καρκινοπαθών Εθελοντών Φίλων Ιατρών Κ.Ε.Φ.Ι. Αθηνών, με την αιγίδα του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Η εκστρατεία "τροφός" περιλαμβάνει μια σειρά από επικοινωνιακές δράσεις, οι οποίες προσεγγίζουν το κοινό στους χώρους των ογκολογικών κλινικών, σε φαρμακεία, μέσα από τη διοργάνωση ημερίδων κι εκδηλώσεων, αλλά και μέσω του διαδικτύου και των ΜΜΕ.
Ειδικότερα, από τον προηγούμενο χρόνο, λειτουργεί ο διαδικτυακός τόπος www.trophos.gr , ο οποίος παρέχει, ανάμεσα σε άλλα, όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για αποτελέσματα ερευνών σχετικά με τις αντικαρκινικές ιδιότητες τροφών, άρθρα, τροφο-λεξικό, καθώς επίσης και forum, όπου οι χρήστες μπορούν να ρωτήσουν έμπειρους διαιτολόγους-διατροφολόγους του δικτύου της medNutrition για θέματα που αφορούν την αντικαρκινική διατροφή.
Η εκστρατεία υλοποιείται με την ευγενική χορηγία των εταιρειών Βερόπουλος, Nestlé, Novartis Oncology, Μέλισσα Κίκιζας κι υποστηρίζεται από το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Διατροφικής Ιατρικής, το Κέντρο Αντιμετώπισης Διατροφικών Διαταραχών, το δίκτυο διατροφολόγων- διαιτολόγων medNutrition και την Ελληνική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία

Σάββατο 5 Απριλίου 2014



Οσία Μαρία η Αιγυπτία



Οσία Μαρία η Αιγυπτία
Αγία Μαρία η Αιγυπτία
Η μνήμη της Οσίας γιορτάζεται την 1ην Απριλίου.

Η Οσία Μαρία η Αιγυπτία καταγόταν από την Αίγυπτο και έζησε τον 6ον αιώνα, την εποχή του αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Στα νεανικά της χρόνια ζούσε μέσα στην ακολασία και παρέσυρε πολλούς ανθρώπους στην ηθική καταστροφή.
Όταν ήταν 12 χρονών ξέφυγε από την προσοχή των γονιών της και πήγε στην Αλεξάνδρεια, όπου επί 17 χρόνια ζούσε άσωτη ζωή. Μετά, από περιέργεια πήγε, με πολλούς άλλους προσκυνητές, στα Ιεροσόλυμα, για να παρεβρεθεί στην ύψωση του Τίμιου Σταυρού.
Όταν θέλησε να μπει στο ναό της Ανάστασης, τη μέρα που υψωνόταν ο Τίμιος Σταυρός, ένοιωσε 3 έως 4 φορές κάποιαν αόρατη δύναμη μέσα της, που την εμπόδιζε να μπει, ενώ το πλήθος έμπαινε ανεμπόδιστα.
Αφού πληγώθηκε η καρδιά της απ' αυτό, αποφάσισε ν' αλλάξει ζωή και να εξιλεώσει το Θεό με τη μετάνοια. Έτσι βάζοντας σαν εγγυήτριά της την Παναγία, υποσχέθηκε ότι εάν αφήσει να μπει κα να δει τον Σταυρό του Κυρίου, θα ήταν συνετή και φρόνιμη στο μέλλον και δεν θα μόλυνε πια το σώμα της με πονηρές επιθυμίες και ηδονές.
Όταν γύρισε μετά στην εκκλησία, αυτή τη φορά μπόρεσε να μπει χωρίς καμιά δυσκολία. Τότε προσκύνησε το Τίμιο ξύλο και χωρίς να λησμονήσει την υπόσχεση που έδωσε, αναχώρησε την ίδια μέρα από τα Ιεροσόλυμα κι' αφού πέρασε τον Ιορδάνη μπήκε στα ενδότερα μέρη της ερήμου, όπου έζησε επί 47 χρόνια μια ζωή πολύ σκληρή και ασυνήθιστη, χωρίς να δει άνθρωπο, αλλά, έχοντας μοναδικό της θεατή τον Θεό, προσευχόταν μόνη σ' Αυτόν.
Τόσο δε αγωνίστηκε, ώστε πέρασε την ανθρώπινη φύση και απόκτησε ζωή πάνω στη γη αγγελική και υπεράνθρωπη. Τόσο δε υψώθηκε δια μέσου της απάθειας, ώστε περπατούσε πάνω στα νερά του ποταμού, χωρίς να βυθίζεται. Όταν δε προσευχόταν, σηκωνόταν από τη γη ψηλά και στεκόταν μετέωρη στον αέρα.
Περί το τέλος της ζωής της έτυχε να συναντήσει κάποιον ερημίτη, που λεγόταν Ζωσιμάς, που αφού του διηγήθηκε όλη της τη ζωή, τον παρακάλεσε να της φέρει τα άχραντα Μυστήρια για να κοινωνήσει. Εκείνος το έκανε την επομένη χρονιά, την Μεγάλη Πέμπτη.
Αλλά τον άλλο χρόνο, ξαναγυρνώντας ο Ζωσιμάς την βρήκε νεκρή, ξαπλωμένη στη γη και κοντά της ένα σημείωμα, που έγραφε: «Αββά Ζωσιμά, Θάψον ώδε το σώμα της Αθλίας Μαρίας. Απέθανον την αυτήν ημέραν, καθ' ην εκοινώνησα των αχράντων Μυστηρίων. Εύχου υπέρ εμού».

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μια από τις πιο εξαίρετες γυναικείες ασκητικές μορφές είναι και της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Κάθε χριστιανός που θα διαβάσει τη ζωή της θα αντλήσει πολύ ωφέλιμα διδάγματα.
Επί 17 χρόνια ζούσε άσωτα μέσα στην ακολασία και την αμαρτία. Από μικρή παρασύρθηκε από το κακό της αμαρτίας και παρέσυρε κι' άλλους σ΄ αυτή.
Στα Ιεροσόλυμα με Θεϊκήν επέμβαση αλλάζει σκέψεις και παίρνει νέες αποφάσεις που τις εκτελεί. Αποβάλλει τον παλαιόν άνθρωπο και φορά τον καινούργιο. Η αμαρτία της δημιούργησε πολλά ψυχικά τραύματα κι' έτσι έφυγε στην έρημο για να κλείσει και να αποβάλλει τις κακίες των πράξεων και να εξαφανίσει το ρύπο που της προκάλεσε η ακολασία. Μετανόησε, έκλαψε, πόνεσε, νήστεψε και προσευχήθηκε. Μεγάλοι οι αγώνες της κα σκληρή η πάλη εναντίον των παθών της. Πολλές οι δυσκολίες, οι ταλαιπωρίες της μέσα στην έρημα, μα τις αντιμετώπισε όλες με ηρωισμό. Τους πολλούς πειρασμούς τους εξουδετέρωσε με αυτοθυσία. Και ο Κύριος άκουσε τους στεναγμούς και τα δάκρυά της, και δέχτηκε τη μετάνοιά της κι έγινε η οσία Μαρία που πρεσβεύει για τη δική μας σωτηρία.
Κι' εσύ, χριστιανέ μου, πρέπει να γνωρίζεις ότι το φάρμακο της αμαρτίας είναι η μετάνοια, που είναι και το ποιο φοβερό όπλο εναντίον του διαβόλου, που στη ταραγμένη εποχή μας στήνει τις παγίδες του και φωλιάζει παντού. Όταν λοιπόν αμαρτήσεις, όπως λέει ο Δαβίδ, «λέγε τας αμαρτίας σου πρώτος διά να δικαιωθής». Και να είσαι βέβαιος ότι με το φάρμακο της μετάνοιας θα χυθεί άφθονα στη ψυχή σου η φιλανθρωπία του Θεού.
 
ΟΒΙΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ
Ο ΑΒΒΑΣ ΖΩΣΙΜΑΣ
Στα μέρη της Παλαιστίνης ήταν κάποιος ιερομόναχος , που λεγόταν Ζωσιμάς, που από μικρός ανατράφηκε σύμφωνα προς τα μοναχικά έθιμα και ζούσε πολύ ενάρετη ζωή. (Ας μη νομίσει κανένας ότι πρόκειται για το Ζωσιμά εκείνο, που χαρακτηρίσθηκε ετερόδοξος, γιατί είναι άλλος αυτός, και υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο, παρ' όλο που έχουν και οι δυο το ίδιο όνομα).
Αυτός λοιπόν ο Ζωσιμάς, ο ορθόδοξος, αρχικά εμόνασε σε κάποιο μοναστήρι της Παλαιστίνης, όπου εφαρμόζοντας κάθε είδος άσκησης πέτυχε ν' αποκτήσει εγκράτεια σ' όλα. Από τη μια φύλασσε κάθε κανόνα που του παρέδιναν οι πνευματικοί προπονητές του στην αυτού του είδους παλαίστρα, από την άλλη ο ίδιος επενόησε πολλά από τη δική του πείρα στη προσπάθειά του να υποτάξει τη σάρκα στο πνεύμα. Πράγματι, δεν απότυχε σ' αυτό το σκοπό που έβαλε, η δε φήμη του έγινε παντού γνωστή, ώστε πολλοί μοναχοί, τόσο από κοντινά, όσο και από μακρινά μοναστήρια πήγαιναν κοντά του και άκουαν τη διδασκαλία του.
Ανάμεσα στις ασχολίες του σπουδαία θέση είχαν η μελέτη και η ψαλμωδία, που ασχολείτο συνέχεια και όταν καθότανε και όταν έτρωγε και όταν έκαμνε εργόχειρο. Λέγουν μάλιστα ότι και συχνά ο Γέροντας αξιωνόταν να βλέπει το Θεό και αυτό να μην φανεί παράξενο, γιατί, «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται».
Αυτός, λοιπόν, ο Ζωσιμάς, έκανε στο μοναστήρι εκείνο πενήντα τρία χρόνια. Έπειτα δε ενοχλήθηκε από μερικούς λογισμούς, ότι δήθεν ήταν σ' όλα τέλειος, χωρίς να έχει ανάγκη τη διδασκαλία άλλου ανθρώπου. Κάποτε του ερχόταν και ο εξής λογισμός: «Άραγε υπάρχει στη γη μοναχός, που μπορεί να με ωφελήσει η να με υπερβάλλει στην αρετή;» Ενώ ο γέροντας σκεφτόταν αυτά, άγγελος Κυρίου φάνηκε σ' αυτόν και του λέει: «Ώ Ζωσιμά, αγωνίσθηκες ανθρώπινα καλά και εξετέλεσες με επιτυχία τον ασκητικόν αγώνα. Αλλά κανένας άνθρωπος είναι τέλειος, ο δε τωρινός αγώνας είναι μεγαλύτερος από τον προηγούμενο. Να ξέρεις όμως, ότι υπάρχουν κι' άλλοι δρόμοι σωτηρίας και για να πληροφορηθείς γι' αυτούς βγες από τη γη σου και από τους συγγενείς σου, καθώς ακριβώς ο Αβραάμ, ο πρώτος από τους Πατριάρχες, και πήγαινε σ' εκείνο το μοναστήρι που βρίσκεται κοντά στον Ιορδάνη ποταμό».
Αμέσως, λοιπόν, ο Γέροντας ακολουθώντας τις πιο πάνω οδηγίες βγήκε από το μοναστήρι του και οδηγήθηκε από τον άγγελο σ' εκείνο το μοναστήρι του Ιορδάνη, που τον διέταξε ο Θεός να έλθει. Αφού δε κτύπησε την πόρτα του μοναστηριού, συνάντησε πρώτα το μοναχό, που φύλαγε την εξώπορτα κι' αυτός τον παρουσίασε στον ηγούμενό του. Εκείνος δε, όταν είδε το σχήμα του και το ευλαβικό του ήθος, τον ρώτησε, αφού έβαλε τη συνηθισμένη στους μοναχούς μετάνοια κι' έλαβε ευχή: «Από πού είσαι αδελφέ και εξ αιτίας ποιου από τους ταπεινούς γέροντες ήλθες εδώ;» Ο δε Ζωσιμάς αποκρίθηκε: «Όσο με αφορά το «από πού»δεν είναι ανάγκη να σας αναφέρω. Ήλθα δε, πάτερ, χάριν ωφελείας, γιατί έχω ακούσει για σας πολύ σπουδαία και αξιέπαινα πράγματα». Απάντησε δε ο ηγούμενος: «Ο Θεός, αδελφέ, ο μόνος που θεραπεύει την ανθρώπινη αρρώστεια, Αυτός και σένα και μας θα διδάξει τα Θεία θελήματα, διότι άνθρωπος δεν μπορεί να ωφελήσει άλλον άνθρωπο. Επειδή όμως, όπως ανέφερες η αγάπη του Θεού σ' εκίνησε να επισκεφθείς εμάς τους ταπεινούς Γέροντες, μείνε μαζί μας και όλους θα μας θρέψει με τη χάρη του Πνεύματος ο καλός Ποιμένας, που έδωσε την ψυχή του σαν λύτρο για μας». «Όταν είπε αυτά ο ηγούμενος, ο Ζωσιμάς έβαλε και πάλι μετάνοια και ζήτησε ευχή. Ύστερα αποσύρθηκε και από τότε παρέμεινε σ' εκείνο το μοναστήρι. Συνάντησε δε εκεί Γέροντες λαμπρούς στη θεωρία και τη πράξη, λέοντες ως προς το πνεύμα και δουλεύοντες στον Κύριο. Διότι η ψαλμωδία ήταν ακατάπαυστη και το εργόχειρο πάντα στα χέρια τους, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις φροντίδες της ζωής. Ένα δε μονάχα τους απασχολούσε όλους, πως καθένας απ' αυτούς, θα νέκρωνε το σώμα του στον κόσμο. Σαν τροφή είχαν τα θεόπνευστα λόγια, έτρεφαν όμως και το σώμα τους, αλλά μόνο με τα απαραίτητα, δηλ. το ψωμί και το νερό.
Ύστερα από αρκετές μέρες έφτασε ο καιρός που οι χριστιανοί έκαναν τις ιερές νηστείες, για να καθαριστούν, προκειμένου να προσκυνήσουν το Θείο Πάθος και την Ανάσταση του Χριστού. Η πύλη του μοναστηριού δεν άνοιξε ποτέ, αλλά ήταν πάντα κλειστή, ώστε οι μοναχοί να κάνουν ανενόχλητοι την άσκησή τους. Άνοιγε μόνο, αν κάποιος μοναχός έβγαινε λόγω ανάγκης, γιατί ο τόπος ήταν έρημος και στους περισσότερους από τα γειτονικά μοναστήρια ήταν όχι μόνο αδιαπέρατος, αλλά και άγνωστος. Φυλασσόταν δε στο μοναστήρι τέτοιος κανόνας, για τον οποίο, όπως φαίνεται, και το Ζωσιμά ο Θεός οδήγησε σ΄ εκείνο το μοναστήρι. Ποιος ήταν ο κανόνας και πως φυλασσόταν, θα αναφερθεί πιο κάτω.
Τη πρώτη μέρα της Μ.Τεσσαρακοστής, κατά τη συνήθεια που υπήρχε γινόταν η Θεία λειτουργία και καθένας κοινωνούσε των αχράντων και ζωοποιών μυστηρίων και ύστερα έπαιρνε λίγη τροφή. Έτσι μαζευόντουσαν όλοι στο ευκτήριο, όπου, αφού λεγόταν μακρά ευχή και γινόταν γονυκλισία, οι Γέροντες ασπάζονταν ο ένας τον άλλο και αφού αγκάλιαζαν τον ηγούμενο, βάλλοντας καθένας μετάνοια ζητούσε να πάρει ευχή απ' αυτόν, για να την έχει βοηθό στο προκείμενο αγώνα.
Όταν αυτά γινόντουσαν κατ' αυτό τον τρόπο, η πόρτα του μοναστηριού άνοιγε και ψάλλοντας το «Κύριος φωτισμός μου και σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι» καθώς και το υπόλοιπο μέρος του ψαλμού, έβγαιναν όλοι, αφήνοντας ένα η δύο φύλακες στο μοναστήρι, όχι για να φυλάσσουν τα πράγματα που βρισκόντουσαν σ' αυτό (γιατί δεν υπήρχε τίποτε που θα μπορούσαν να πάρουν οι κλέφτες), αλλά για να μη μένει το ευκτήριο αλειτούργητο.
Καθένας δε εφοδιαζόταν, όπως μπορούσε και ήθελε: άλλος μεν έπαιρνε ψωμί, άλλος σύκα ξηρά, άλλος φοινίκια, άλλος βρεγμένα όσπρια, άλλος δε τίποτε άλλο εκτός από το σώμα του και το ράσο που φορούσε. Υπήρχε δε κανόνας απαράβατος σ' αυτούς να μην ξέρει ο ένας πως έκανε εγκράτεια η πως περνούσε ο άλλος, γιατί όταν περνούσαν τον Ιορδάνη, αμέσως καθένας εχώριζε από τους άλλους και κανένας δεν πήγαινε να συναντήσει τον άλλο, αλλά και αν κάποτε ένας απ' αυτούς έβλεπε από μακριά άλλον να έρχεται σ' αυτόν, αμέσως λοξοδρομούσε και πήγαινε σ' άλλο μέρος. Ζούσε δε με τον εαυτό του, ψάλλοντας παντοτινά και δοξάζοντας το Θεό.
Έτσι λοιπόν αφού περνούσαν όλες τις ημέρες της ιερής νηστείας, γυρνούσαν πίσω στο μοναστήρι τη Κυριακή των Βαΐων, φέροντας καθένας μαζί του το καρπό των δικών του κόπων και ξέροντας πως εργάστηκε. Κανένας δε δεν ρωτούσε τον άλλον πως πέρασε. Αυτός λοιπόν ήταν ο κανόνας του Μοναστηριού, που γινόταν με επιτυχία, γιατί καθένας πηγαίνοντας στην έρημο προς τον αθλοθέτη Θεό αγωνιζόταν μόνος του, όχι για ν' αρέσει στους ανθρώπους και να κάνει εγκράτεια επιδεικτικά. Γιατί αυτά που γίνονται με σκοπό ν' αρέσουν στους ανθρώπους, όχι μόνο σε τίποτε δεν ωφελούν εκείνο που τα κάνει, αλλά προξενούν και ζημιά σ' αυτόν.
Τότε και ο Ζωσιμάς, σύμφωνα με τη συνήθεια του κανόνα πέρασε τον Ιορδάνη, μεταφέροντας λίγα μόνο εφόδια για τις ανάγκες του σώματός του και το ράσο που φορούσε. Ενώ δε περνούσε την έρημο εκτελούσε το κανόνα και όπου νυκτωνόταν κοιμόταν κάτω στη γη.
Νωρίς δε το πρωί συνέχιζε το περπάτημα πάντοτε με σταθερό ρυθμό. Ήθελε δε, καθώς έλεγε, να προχωρήσει στο εσωτερικό της ερήμου, με την ελπίδα ότι εκεί θα μπορούσε να βρει κάποιο Πατέρα για ν' ακούσει το λόγο του Θεού. Μάλιστα δε περπατούσε με τόση προσπάθεια, σαν να προχωρούσε σε κάποιο σπουδαίο και γνωστό κατάλυμα. Αφού, λοιπόν, περπάτησε επί είκοσι μέρες, όταν ήταν έκτη ώρα, σταμάτησε για λίγο την οδοιπορία κι' αφού στράφηκε προς την ανατολή, έκανε τη συνηθισμένη προσευχή του. Γιατί συνήθιζε, σ' ορισμένες ώρες της μέρας, να διακόπτει τη πορεία και να ξεκουράζεται λίγο από τον κόσμο, στεκόμενος δε έψαλλε και προσευχόταν γονατιστός.
 
ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΖΩΣΙΜΑ
Ενώ δε έψαλλε και έβλεπε τον ουρανό συνέχεια, είδε στα δεξιά του μέρους που καθόταν, μια ανθρώπινη σκιά. Στην αρχή ταράχτηκε, υποπτευόμενος ότι βλέπει φάντασμα δαίμονα και φοβήθηκε . Αφού δε έκανε το σημείο του σταυρού κι' έδιωξε το φόβο, διάκρινε φανερά κάποιον γύρω στο μεσημέρι να περπατά. Είχε μαύρο σώμα από τον καύσωνα και είχε στο κεφάλι άσπρες τρίχες, σαν το βαμβάκι, ήσαν όμως λίγες και έφταναν μέχρι τον τράχηλό του. Όταν τον είδε ο Ζωσιμάς χάρηκε και άρχισε να τρέχει προς το μέρος του. Η χαρά του ήταν ανέκφραστη, γιατί σ' όλο εκείνο το χρονικό διάστημα, δεν είδε κανένα άνθρωπο, ούτε ζώο η πτηνό η φάντασμα ακόμα. Ζητούσε λοιπόν να μάθει ποιος ήταν ελπίζοντας ότι θα γινόταν αιτία για να γνωρίσει σπουδαία πράγματα.
Όταν δε εκείνος είδε το Ζωσιμά να έρχεται από μακρυά , άρχισε να τρέχει προς το εσωτερικό της ερήμου. Ο δε Ζωσιμάς ξεχνώντας την προχωρημένη ηλικία του και δίχως να λογαριάσει τη κούραση από το περπάτημα, έτρεξε αμέσως για να συναντήσει εκείνον που έφευγε. Αυτός μεν καταδίωκε, εκείνος δε έφευγε.
Επειδή ο Ζωσιμάς έτρεχε πιο γρήγορα, σιγά - σιγά πλησίαζε εκείνον που έφευγε. Όταν δε πλησίασε σε σημείο που μπορούσε να ακουστεί η φωνή του, άρχισε ο Ζωσιμάς να φωνάζει κλαίοντας: «Γιατί με αποφεύγεις, τον αμαρτωλό Γέροντα, ω δούλε του Θεού; Μείνε μαζί μου, όποιος και νάσαι, για την αγάπη του Θεού, για τον Οποίο ήλθες και κατοίκησες σ' αυτή την έρημο, στάσου κι' ευλόγησέ με».
Ενώ ο Ζωσιμάς έλεγε αυτά με δάκρυα στα μάτια, έφτασαν και οι δυο τρέχοντας σε κάποιο τόπο, όπου σχηματιζόταν ένας χείμαρρος ξηρός. Όταν λοιπόν έφτασαν εκεί, εκείνος που έφευγε κατέβηκε και πάλιν ανέβηκε στο άλλο μέρος, ο δε Ζωσιμάς κουρασμένος και μη μπορώντας άλλο να τρέχει, στάθηκε στο άλλο μέρος του χειμάρρου και έκλαψε τόσο πολύ, ώστε τα κλάματά του ακούονταν καθαρά. Τότε εκείνος που έφευγε, άνοιξε το στόμα του και είπε: «Αββά Ζωσιμά, συγχώρησέ με για τον Κύριο Ιησού Χριστό. Δεν μπορώ να γυρίσω και να σε δω στο πρόσωπο, γιατί είμαι γυναίκα, γυμνή. Αλλά αν θέλεις να δώσεις ευχή σε αμαρτωλή γυναίκα, ρίξε το ράσο που φοράς για να σκεπάσω το σώμα μου και να στραφώ προς εσένα για να πάρω τις ευχές σου». Τότε ο Ζωσιμάς απόρησε γιατί τον φώναζε με τ' όνομά του και σοφός καθώς ήταν αντελήφθηκε ότι ο άγνωστος δεν μπορούσε να τον φωνάζει με τα' όνομά του, εκτός αν είχε υπερφυσικό χάρισμα.
Έβγαλε το ράσο του και της το έριξε από πίσω κι εκείνη αφού το πήρε και σκέπασε το σώμα της, στράφηκε προς τον Ζωσιμά και του είπε: «Τι ήθελες να δεις μια αμαρτωλή γυναίκα; Τι ζητάς να μάθεις από μένα και δεν βαρέθηκες να κάνεις τόσο μεγάλο κόπο;» Ο δε Γέροντας αφού γονάτισε στη γη, ζήτησε να πάρει ευλογία, σύμφωνα με τη συνήθεια. Επειδή κι' αυτή έβαλε μετάνοια, ήταν και οι δυο στη γη και περίμενε ο ένας τον άλλο να δώσει ευλογία. Αλλά τίποτα από κανένα δε λεγόταν, εκτός από το: «ευλόγησον». Αφού πέρασε αρκετή ώρα, είπε η γυναίκα προς το Ζωσιμά: «Αββά Ζωσιμά σε σένα αρμόζει να ευλογήσεις και να ευχηθείς, γιατί έχεις τιμηθεί με το αξίωμα του ιερέα και από πολλά χρόνια στέκεσαι μπροστά στο ιερό θυσιαστήριο». Αυτά προκάλεσαν πολύ φόβο στο Ζωσιμά και ο Γέροντας αφού λούστηκε με ιδρώτα στέναξε και είπε με φωνή που διακοπτόταν: «Ώ πνευματική Μητέρα, και από το ήθος σου φαίνεται ότι εσύ κατά το μεγαλύτερο μέρος έχεις νεκρωθεί για τον κόσμο, είναι δε φανερό, ότι σου δόθηκε μεγαλύτερο χάρισμα από μένα, αφού μου μίλησες με τα' όνομά μου, και είπες ότι είμαι ιερέας, χωρίς να με γνωρίζεις. Επειδή λοιπόν η χάρη δεν εξαρτάται από τα αξιώματα, αλλά από τη ψυχική υπόσταση, εσύ πρέπει να μ' ευλογήσεις για τον Κύριο και να δώσεις σε μένα ευχή, που έχω ανάγκη από τη δική σου τελειότητα».
Αφού υποχώρησε η γυναίκα στην ένσταση του Γέροντα και υπάκουσε, είπε: «Ευλογητός ο Θεός, ο Οποίος φροντίζει για τη σωτηρία των ανθρωπίνων ψυχών». Όταν δε ο Ζωσιμάς είπε το «Αμήν», σηκώθηκαν και οι δυο από την γονυκλισία και είπε τότε η γυναίκα προς το Γέροντα: «Για χάρη ποιου θέλησες να δεις γυναίκα στερημένη από κάθε αρετήν; Αλλά, επειδή ακριβώς η χάρη του Αγίου Πνεύματος σε καθοδήγησε να μου προσφέρεις, ανάλογα με τη περίσταση, κάποια εξυπηρέτηση, πες μου, πως ζουν οι χριστιανοί; Πως ζουν οι βασιλιάδες; Πως είναι η Εκκλησία;»
Ο δε Ζωσιμάς είπε σ' αυτή: «Μ' ένα λόγο, Μητέρα Οσία, με τις δικές σου ο Χριστός χάρισε σ' όλους ειρήνη. Δέξου όμως παράκληση ανάξιου Γέροντα και ευχήσου για τον κόσμο όλο και για με τον αμαρτωλό, ώστε αυτό το χρονικό διάστημα, που περνώ στην έρημο, να μην αποβεί άκαρπο». Εκείνη δε του απάντησε: «Αββά Ζωσιμά, συ πρέπει να κάνεις δέηση για με, και για όλους γιατί σε σένα έπεσε ο κλήρος γι' αυτό. Αλλά επειδή με προστάζεις, θα το κάνω με προθυμία»

ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΑΙΩΡΟΥΜΕΝΗ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ
Αφού είπε αυτά η γυναίκα, στράφηκε προς την ανατολή και αφού σήκωσε τα μάτια της προς τον ουρανό, άρχισε να προσεύχεται, ψιθυρίζοντας, αλλά δεν ακουόταν καμιά φωνή. Γι' αυτό ο Ζωσιμάς δεν άκουε τίποτε, στεκόταν δε, όπως έλεγε, γεμάτος με πολύ φόβο και βλέποντας προς τα κάτω, χωρίς να λέει τίποτα. Επειδή δε εκείνη καθυστέρησε αρκετά στην προσευχή, αυτός, αφού σηκώθηκε λίγο από τη γονυκλισία, είδε ότι εκείνη είχε ανυψωθεί έναν πήχυ πάνω από τη γη και προσευχόταν, αιωρούμενη στον αέρα.
Όταν είδε αυτό ο Ζωσιμάς φοβήθηκε περισσότερο και έπεσε στο έδαφος και από τη πολλή αγωνία του περιλούστηκε από ιδρώτα. Σε κανένα δεν τολμούσε να πει τίποτα, μόνο δε στον εαυτό του έλεγε συνεχώς το «Κύριε ελέησον». Βρισκόμενος δε ξαπλωμένος στη γη ο Γέροντας σκανδαλιζόταν σκεφτόμενος: «Μήπως είναι πνεύμα και υποκρίνεται ότι προσεύχεται;» Αφού δε η γυναίκα ήλθε κοντά του, τον σήκωσε λέγοντάς του: «Γιατί, Αββά, σε ταράσσουν οι λογισμοί; Μήπως σκανδαλίστηκες εξ αιτίας μου, ότι τάχα είμαι πνεύμα και υποκρίνομαι ότι προσεύχομαι; Μάθε άνθρωπε, ότι είμαι αμαρτωλή γυναίκα, αλλ' είμαι οχυρωμένη με το άγιο βάπτισμα και δεν είμαι πνεύμα, αλλά γη και στάκτη». Και αφού είπε αυτά, σφράγισε με το σημείο του σταυρού το μέτωπο, τα μάτια, τα χείλη, και το στήθος λέγοντας: «Ο Θεός, Αββά Ζωσιμά, ας μας ελευθερώσει από το πονηρό και τις παγίδες του».
 
Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΖΗΤΑ ΝΑ ΜΑΘΕΙ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ
Όταν άκουσε και είδε όλ' αυτά ο Ζωσιμάς, έπεσε στο έδαφος και αφού άγγιξε τα πόδια της, είπε δακρύζοντας: «Σε ορκίζω στο όνομα του Χριστού, του Θεού μας, ο Οποίος γεννήθηκε από την Παρθένα, να μην κρύψεις από τον δούλο σου ποια είσαι, από πού , πότε και με ποιο τρόπο ήλθες εδώ στην έρημο και κατοίκησες. Μη μου κρύψεις τίποτα που σε αφορά, αλλά διηγήσου μου τα όλα, για να φανερωθούν τα μεγαλεία του Θεού. Γιατί σοφία κρυμμένη και θησαυρός που δεν φαίνεται δε ωφελούν σε τίποτε, όπως είναι γραμμένο στην Αγία Γραφή. Πες μου τα λοιπόν, όλα για χάρη του Κυρίου μας, γιατί δεν πρόκειται να τα πεις για να καυχηθείς η να επιδειχτείς, αλλά για να με πληροφορήσεις τον αμαρτωλό και ανάξιο, πιστεύοντας ότι ο Θεός, για τον οποίο ζεις, γι' αυτό το λόγο με οδήγησε σ' αυτή την έρημο, για να μου φανερώσεις δηλαδή όσα σχετίζονται με σένα. Επομένως δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να φέρουμε αντίσταση στα σχέδια του Θεού, διότι αν δεν ήταν θέλημα Θεού να σε γνωρίσω και να μάθω πως αγωνίσθηκες, τότε δεν θα άφηνε να σε δει κανείς, ούτε και θα βοηθούσε να κάνω τόσο δρόμο, εγώ που δεν κατόρθωσα να βγω από το κελλί μου».
 
Η ΟΣΙΑ ΔΙΗΓΕΙΤΑΙ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΗΣ
Αφού είπε όλ' αυτά και άλλα ο Αββάς Ζωσιμάς, τον πλησίασε η γυναίκα και αφού τον σήκωσε απ' ην γη του είπε: «Ντρέπομαι, Αββά μου, να σου διηγηθώ τα έργα μου, γιατί είναι γεμάτα ντροπή, αλλά επειδή είδες γυμνό το σώμα μου, για να γνωρίσεις καλά όσο αμαρτωλή είναι η ψυχή μου. Είναι λάθος που νόμισες ότι δεν ήλθα να σου διηγηθώ τα όσα με αφορούν, τάχα για να μη καυχηθώ, και τι να καυχηθώ που έγινα όργανο του διαβόλου; Γνωρίζω όμως ότι, όταν αρχίσω την διήγησή μου, θα αναγκαστείς να φύγεις από κοντά μου, όπως φεύγει ένας από το φίδι, μη θέλοντας να ακούσεις τις κακές μου πράξεις. Και όμως θα σου τα διηγηθώ, χωρίς να παραλείψω τίποτε, σε εξορκίζω όμως προηγουμένως να μην σταματήσεις να προσεύχεσαι ίσως βρω έλεος από το Θεό κατά την μέρα της Κρίσης».
Και ενώ τα δάκρυα του Γέροντα έτρεχαν από τα μάτια του χωρίς σταματημό, άρχισε η γυναίκα τη διήγησή της:
«Εγώ αδελφέ, έχω πατρίδα την Αίγυπτο. Ενώ ακόμα ζούσαν οι γονείς μου κι εγώ ήμουν δώδεκα χρονών, τους άφησα και πήγα στην Αλεξάνδρεια. Εκεί πολύ νωρίς παρασύρθηκα σε πράξεις αμαρτωλές και διάφθειρα την παρθενία μου, επειδή επιδόθηκα στο πάθος της πορνείας. Επί δεκαεφτά χρόνια, συγχώρησέ με, υπήρξα άσωτη δημόσια και έγινα πειρασμός για τους ανθρώπους. Αυτό δεν το έκανα, ειλικρινά σας λέω, όχι για να κερδίζω χρήματα, παρ' όλο που πολλοί μου έδιναν αλλ' εγώ δεν τα έπαιρνα, αλλά για να έρχονται πολλοί σε μένα και να ικανοποιούν το πάθος μου. Και μη νομίσεις ότι δεν δεχόμουνα χρήματα γιατί ήμουν πλούσια. Αντίθετα, ζούσα από χειρωνακτική εργασία, έκλωθα ρόκα. Είχα δε ακόρεστην επιθυμία και ακατάσχετον έρωτα, εξ αιτίας των οποίων κυλιόμουν στο βόρβορο. Μάλιστα δε μου φαινόταν ότι αυτή είναι η ζωή, να εκτελώ τη βρισιά της φύσης». Έτσι λοιπόν ζούσα, οπότε ένα καλοκαίρι είδα πολύν κόσμον από τη Λιβύη και Αίγυπτο, που κατευθύνονταν προς τη θάλασσα και ρώτησα ένα απ' αυτούς για να πληροφορηθώ που πήγαιναν. Εκείνος μου απάντησε: «Πηγαίνουν στα Ιεροσόλυμα γιατί μετά από λίγες μέρες θα γιορταστεί η ύψωση του Τιμίου Σταυρού». Είπα τότε σ' αυτόν: «Άραγε δε με παίρνουν κι' εμένα μαζί τους, αν τους ακολουθήσω;» Εκείνος μου αποκρίθηκε: «Αν έχεις τα ναύλα και τα έξοδά σου, κανένας δε θα σ' εμποδίσει». Είπα τότε σ' αυτόν: «Πραγματικά, ούτε για ναύλα ούτε για άλλα έξοδα έχω χρήματα, και θα μπω σ' ένα πλοίο, προσφέροντας το σώμα μου για αντάλλαγμα αυτών». Γιατί, ο σκοπός που ήθελα να πάω, (συγχωρέστε με Αββά μου)ήταν για να βρω πολλούς εραστές του πάθους μου. Σου τα είπα, Αββά Ζωσιμά, μη μ' αναγκάσεις να σου πω τη ντροπή των έργων μου, γιατί φρίττω, τα γνωρίζει ο Θεός, επειδή θα μολύνω και σένα και τον αέρα λέγοντας όλα τα έργα μου».
 
Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΤΗΝ ΕΝΘΑΡΡΥΝΕΙ ΝΑ ΤΑ ΠΕΙ ΟΛΑ
Ο Ζωσιμάς βρέχοντας με δάκρυα το έδαφος της απάντησε: «Λέγε Μητέρα Οσία, και μη διακόψεις τη συνέχεια της ωφέλιμης αυτής διήγησης». Εκείνη δε πάλι, παίρνοντας το λόγο, πρόσθεσε τα εξής: «Εκείνος ο νέος, αφού άκουσε τα αισχρά λόγια μου, έφυγε γελώντας. Εγώ δε, αφού έρριψα τη ρόκα μου, που κρατούσα, κατά τύχη τότε, έτρεξα προς τη θάλασσα, που είδα να τρέχουν οι άλλοι. Εκεί διάκρινα δέκα η περισσότερους νέους, ωραίους και με σφριγηλό σώμα, που μου φάνηκαν ότι ικανοποιούσαν το σκοπό που επεδίωκα. Στεκόντουσαν δε, και περίμεναν κι' άλλους συνεπιβάτες, γιατί κι' άλλοι που πήγαν μπροστά, μπήκαν μέσα στα πλοία, τότε, εγώ, αφού πήδηξα με αναίδεια στο μέσο τους είπα: «Πάρτε και μένα όπου θα πάτε και σας πληροφορώ ότι δεν θα αποδειχθώ άχρειστη». Μετά, αφού είπα πιο αισχρά ακόμα λόγια, τους έκαμα όλους να γελούν. Εκείνοι δε, αφού αντελήφθηκαν τις αναιδείς διαθέσεις μου, με οδήγησαν στο πλοίο που ήταν έτοιμο, γιατί εν τω μεταξύ έφτασαν κι' εκείνοι, που περίμεναν».
«Όσα δε έγιναν ύστερα, πώς να σου τα διηγηθώ άνθρωπέ μου; Ποια γλώσσα μπορεί να εξιστορήσει η ποια αυτιά ν' ακούσουν, όσα συνέβηκαν μέσα στο πλοίο και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού; Δεν υπάρχει είδος ασέλγειας, που να μην έγινε μάλιστα αναγκάζοντάς τους εγώ εκείνους τους άθλιους να την κάνουν».
«Και τώρα Αββά μου, εκπλήσσομαι, πως η θάλασσα ανέχθηκε τις ασέλγειές μου! Πως δεν άνοιξε η γη το στόμα της, για να με καταπιεί ζωντανή ο Άδης, που παγίδεψα τόσες πολλές ψυχές! Αλλά, καθώς φαίνεται ο Θεός ζητούσε τη μετάνοιά μου, γιατί δεν θέλει το θάνατο αμαρτωλού, αλλά περιμένει με μακροθυμία για να δεχτεί την επιστροφή του. Έτσι λοιπόν με τόση πολλή βία, φτάσαμε στα Ιεροσόλυμα. Όσες δε μέρες πριν τη γιορτή έμεινα στην πόλη, η ζωή μου υπήρξε η ίδια, μάλλον δε χειρότερη, γιατί δεν αρκέστηκα μόνο σ' αυτούς τους νέους που μαζί τους ασελγούσα στο πλοίο, αλλά και πολλούς πολίτες και ξένους μόλυνα».
 
ΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΨΩΣΗ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ
Όταν έφτασε η μέρα της Αγίας Ύψωσης του Σταυρού κι' επρόκειτο να τελεστεί η γιορτή, εγώ μεν, όπως και προηγουμένως, κυνηγώντας ψυχές νέων. Είδα δε ότι, πολύ πρωΐ τη μέρα εκείνη όλοι έτρεχαν στην εκκλησία, οπότε έτρεξα κι' εγώ να πάω μαζί μ' αυτούς. Ήλθα λοιπόν, μαζί τους στο προαύλιο της εκκλησίας και όταν ήλθε η ώρα της Θείας Ύψωσης, προσπαθούσα να μπω, και μέχρι μεν της εξώπορτας, με πολύ κόπο κατόρθωσα να πλησιάσω η ταλαίπωρη. Όταν δε πάτησα το κατώφλι της πόρτας ενώ όλοι οι άλλοι έμπαιναν ανενόχλητα, εμένα κάποια Θεία δύναμη με εμπόδιζε, που δεν μου επέτρεπε να μπω».
«Επειδή δε νόμιζα ότι εξ αιτίας, της γυναικείας αδυναμίας μου συνέβηκε αυτό, αναμιγνυόμουνα με τους άλλους και έσπρωχνα προς τα εμπρός, αλλά μάταια κοπίαζα. Γιατί, όταν πια το άθλιο μου πόδι πάτησε το κατώφλι της πόρτας, όλους τους άλλους δέχτηκε η εκκλησία, εμένα όμως τη δυστυχισμένη δεν δεχότανε: αλλά, όπως ακριβώς αν υπήρχε παρατεταγμένο στρατιωτικό απόσπασμα για ν' αποκλείσει την είσοδο, έτσι κάποια δύναμη με εμπόδιζε και πάλι όταν βρισκόμουν στο προαύλιο».
«Αυτό συνέβηκε τρεις και τέσσερις φορές και όταν πλέον κουράστηκα και δεν μπορούσα άλλο να σπρώχνω και να σπρώχνομαι, έφυγα απ' εκεί και πήγα και στάθηκα σε μια γωνιά της αυλής. Όταν δε συνήλθα, αντελήφθηκα την αιτία, που με εμπόδιζε να δω το ζωοποιό ξύλο. Γιατί άγγιζε τα μάτια της ψυχής μου ο σωτήριος λόγος, που μου υπέδειξε ότι ο βόρβορος των έργων μου ήταν η αιτία να κλείσει σε μένα η είσοδος της εκκλησίας».
«Άρχισα τότε να κλαίω, να οδύρομαι και να κτυπώ το στήθος μου, βγάζοντας στεναγμούς από τα βάθη της καρδιάς μου. Ενώ δε έκλαια, είδα πάνω από το τόπο που στεκόμουνα, την εικόνα της Παναγίας Θεοτόκου, και είπα σ' αυτήν: «Παρθένα Δέσποινα, γνωρίζω ότι δεν είμαι άξια να βλέπω την αγία εικόνα Σένα της Αειπαρθένης, Σένα της Αγνής, Σένα της οποίας το σώμα και η ψυχή είναι καθαρή και αμόλυντη, εξ αιτίας των πολλών μου αμαρτιών, αλλά είναι δίκαιο να με μισείς και ν' αποστρέφεσαι την άσωτη. Επειδή όμως, καθώς άκουσα γι' αυτό το λόγο, ο Θεός που Τον γέννησες, έγινε άνθρωπος για να καλέσει σε μετάνοια τους αμαρτωλούς, βοήθα με, που είμαι μόνη και δεν έχω κανένα να μου συμπαρασταθεί. Διάταξε να επιτραπεί και σε με η είσοδος στην εκκλησία για να δω το άγιο Ξύλο, πάνω στο οποίο έδωσε το αίμα του ο Γιός σου για τη δική μου σωτηρία. Διάταξε, ν' ανοίξει και για με η πόρτα της Θείας προσκύνησης του Σταυρού και βάζω στο Γιό σου, σαν εγγυήτρια αξιόχρεη, Σένα. Γιατί πλέον δεν πρόκειται να λερώσω το σώμα μου μ' οποιαδήποτε αισχρή πράξη, αλλά όταν δω το ξύλο του Σταυρού του Γιού σου, θ' αποστραφώ αμέσως το κόσμο και όλα τα κοσμικά και όταν βγω από την εκκλησία θα πάω όπου Εσύ, σαν εγγυήτρια της σωτηρίας μου, θα με οδηγήσεις».
«Όταν είπα αυτά, η πίστη μου θερμάνθηκε και πήρα θάρρος από την ευσπλαχνία της Θεοτόκου. Αφού δε έφυγα από το μέρος εκείνο, όπου προσευχήθηκα, ανεμίχθηκα μ' εκείνους που έμπαιναν στην εκκλησία και κανένας πια δεν υπήρχε που να με σπρώχνει. Πλησίασα την πόρτα, χωρίς κανένα εμπόδιο, οπότε με έπιασε φρίκη και έκσταση και όλο το σώμα μου έτρεμε. Όταν δε έφτασα στη πόρτα που ως τότε ήταν κλεισμένη για μένα, κάθε δύναμη, που προηγουμένως εμπόδιζε την είσοδό μου, τότε εξαφανίστηκε. Έτσι μπήκα χωρίς κόπο, στα Άγια των Αγίων και αξιώθηκα να δω το ζωοποιό Σταυρό και τα μυστήρια του Θεού, ο Οποίος ήταν έτοιμος να δεχτεί την μετάνοιά μου. Αφού λοιπόν έπεσα κάτω και προσκύνησα το άγιο εκείνο έδαφος, βγήκα έξω κι' έτρεξα στην εγγυήτριά μου. Όταν έφτασα στον τόπο εκείνο που υπογράφτηκε το χειρόγραφο της εγγύησης, γονάτισα μπροστά, στην εικόνα της Αειπάρθενης και της είπα αυτά τα λόγια:
 
Η ΟΣΙΑ ΠΡΟΣΕΥΧΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ

Εσύ μεν, ω φιλάγαθε Δέσποινα, μου έδειξες τη φιλανθρωπία Σου, Εσύ δεν επεριφρόνησες τη δέηση της ανάξιας δούλης σου. Είδα δόξα που δικαιολογημένα δεν βλέπουμε εμείς οι άσωτοι. Ας είναι δοξασμένος ο Θεός , ο οποίος δέχεται με τη μεσιτεία Σου τη μετάνοια των αμαρτωλών. Ήλθε λοιπόν η στιγμή να εκπληρώσω τη συμφωνία. Οδήγησέ με όπου θέλεις, γίνε δάσκαλος της σωτηρίας μου καθοδηγώντας με στο δρόμο της μετάνοιας».
«Τότε ακούστηκε μια φωνή από μακρυά που φώναζε: «Εάν περάσεις τον Ιορδάνη θα βρεις καλή ανάπαυση».
Εγώ τότε άκουσα αυτή τη φωνή πίστεψα ότι σε μένα απευθυνόταν και με δάκρυα στα μάτια φώναξα: «Δέσποινα, Δέσποινα, μην με εγκαταλείπεις».»Όταν δε φώναξα αυτά, βγήκα από την αυλή της εκκλησίας και άρχισα αμέσως να περπατώ»
«Ενώ δε έβγαινα με είδε κάποιος και μου έδωσε τρία νομίσματα, με τα οποία αγόρασα τρία ψωμιά. Αφού ζήτησα και πήρα πληροφορίες, βγήκα από την πύλη της πόλης, που έβγαζε στον Ιορδάνη ποταμό και άρχισα με κλάματα την οδοιπορία. Γύρω στη δύση του ήλιου έφτασα στο ναό του Ιωάννη του Βαπτιστή, που βρίσκεται κοντά στον Ιορδάνη και αφού προσκύνησα πρώτα, πήγα ύστερα στον ποταμό, όπου έβρεξα τα χέρια και το πρόσωπό μου, και ακολούθως μετάλαβα των αχράντων και ζωοποιών Μυστηρίων. Αφού δε άφαγα μισό ψωμί, ήπια νερό από τον Ιορδάνη και κοιμήθηκα στο έδαφος».
«Την άλλη μέρα βρήκα στο μικρό πλοίο, που με πέρασε στο απέναντι μέρος, όπου ζήτησα πάλι την οδηγό μου, για να με οδηγήσει όπου αυτή θα έκρινε ωφέλιμο. Έτσι ήλθα σ' αυτή την έρημο και από τότε μέχρι σήμερα παραμένω εδώ, προσδεχόμενη το Θεό, ο Οποίος διασώζει όλους εκείνους που επιστρέφουν σ' Αυτόν».
 
Η ΖΩΗ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΟ
Ο δε Ζωσιμάς είπε προς αυτή: «Πόσα χρόνια έχεις, Μητέρα Οσία, που κατοικείς εδώ στην έρημο;» Αποκρίθηκε η γυναίκα: «Σαράντα επτά, όπως μου φαίνεται, από τότε που έφυγα από την Αγία Πόλη». Είπε δε ο Ζωσιμάς: «Και από πού βρίσκεις τροφή, ώ κυρία μου;» Είπε η γυναίκα: «Πέρασα τον Ιορδάνη ποταμό με δυόμισυ ψωμιά, που αφού ξηράνθηκαν έγιναν σαν πέτρες και μ' αυτά τράφηκα ορισμένα χρόνια». Της είπε δε αυτός: «Και έτσι πέρασες τόσα πολλά χρόνια χωρίς να σε ταράξει κανένας πειρασμός;» Αποκρίθηκε η γυναίκα: «Με ρώτησες Αββά Ζωσιμά, πράγμα για το οποίο φρίττω και να αναφέρω γιατί αν θυμηθώ τα όσα υπόφερα και τους πειρασμούς που με πρόσβαλλαν, φοβούμαι μήπως και πάλιν προσβληθώ απ' εκείνους «. Είπε δε ο Ζωσιμάς: «Μην, αφήσεις, κυρία μου, τίποτα, που να μην το αναφέρεις, γιατί αφού σε ρώτησα γι' αυτά πρέπει να μου τα διηγηθείς όλα με κάθε λεπτομέρεια».
Εκείνη, δε του απάντησε: «Πίστευε, Αββά Ζωσιμά, ότι πέρασα 17 χρόνια σ' αυτή την έρημο παλεύοντας εναντίον των παραλόγων επιθυμιών μου, γιατί κάθε φορά που γευόμουν τροφή, επιθυμούσα τα κρέατα και τα ψάρια, που υπήρχαν στην Αίγυπτο, ως και το κρασί που μου άρεσκε, όταν ήμουν στον κόσμο. Ενώ εδώ, ούτε νερό είχα να πιώ και γι' αυτό υπόφερα φοβερά από την έλλειψή του. Επίσης μου ερχόταν η επιθυμία για τα αισχρά τραγούδια, που πάντοτε μ' αναστάτωνε και μ' έσπρωχνε για να τραγουδώ τα τραγούδια των δαιμόνων, που είχα μάθει. Αμέσως όμως, με δάκρυα στα μάτια και με κτυπήματα στο στήθος, έφερα στη σκέψη μου τη συμφωνία που υπόγραψα πηγαίνοντας στην έρημο. Παρευρισκόμουνα νοερά μπροστά στην εικόνα της Παναγίας της Θεοτόκου, της αναδόχου μου και την παρακαλούσα με δάκρυα να διώξει τους λογισμούς, που βασάνιζαν την άθλια μου ψυχή. Όταν δε δάκρυζα πολλήν ώρα και κτυπούσα το στήθος μου, έβλεπα από παντού να λάμπει γύρω μου φως και από τότες, μετά την τρικυμία, βασίλευε ειρήνη μέσα μου».
«Τους λογισμούς δε που με ωθούσαν και πάλι στην πορνεία, πώς να σου τους διηγηθώ, Αββά; Μια φωτιά άναβε μέσα στην ταλαίπωρη καρδιά μου, που μ' εφλόγιζε ολόκληρη και ερέθιζε την επιθυμία της πορνείας. Αμέσως δε μόλις με πρόσβαλλε τέτοιος λογισμός, έπεφτα στη γη και έβρεχα με δάκρυα το έδαφος, επειδή νόμιζα ότι, αυτή που μου εγγυήθηκε, παρευρισκόταν ενώπιον μου, σαν προστάτης και μου επέβαλλε τιμωρίες για την παραβίαση».
«Δεν σηκωνόμουνα από τη γη, έστω κι' αν περνούσε το εικοσιτετράωρο, μέχρις ότου το φως εκείνο, το γλυκό, έλαμπε γύρω μου και έδιωχνε τους λογισμούς που μ' ενοχλούσαν. Τα μάτια λοιπόν, της ψυχής μου είχα συνεχώς στραμμένα προς την εγγυήτριά μου, από την οποία ζητούσα να με βοηθήσει στο πέλαγος αυτό της ερήμου που βρισκόμουνα. Πραγματικά είχα αυτή τη βοήθεια και έτσι πέρασα το διάστημα αυτό των δεκαεπτά χρόνων παλεύοντας εναντίων εκατομμυρίων κινδύνων. Από τότε δε μέχρι τώρα η Βοηθός μου παραστέκεται σ' όλα και με κάθε τρόπο με καθοδηγεί».
Είπε δε ο Ζωσιμάς σ' αυτή: ‘Δεν βρέθηκες λοιπόν, σ' ανάγκη τροφής η ενδύματος;» Εκείνη δε του απάντησε: «Καθώς σου ανέφερα αφού ξόδεψα τα ψωμιά εκείνα, κατά την διάρκεια των δεκαεφτά χρόνων τρεφόμουνα με βότανα και άλλα πράγματα που έβρισκα στην έρημο. Το ιμάτιο, που είχα, όταν πέρασα τον Ιορδάνη, καταστράφηκε κι' έτσι ένοιωθά πολύ κρύο την νύχτα και ζέστη τη μέρα. Τόσο δε καιρό καιόμουνα από τη παγωνιά, ώστε πολλές φορές συνέβηκε να πέσω κάτω και να μείνω σχεδόν ακίνητη και αναίσθητη, είχα δε να παλέψω εναντίον πολλών και ποικίλων συμφορών και ανήκουστων πειρασμών. Από τότε δε μέχρι σήμερα η ποικίλη δύναμη του Θεού διατηρούσε την αμαρτωλή ψυχή μου, και εννοώ τα διάφορα κακά, από τα οποία μ' εγλύτωσε ο Κύριος. Έχοντας δε σαν τροφή ανέξοδο την ελπίδα της σωτηρίας μου, τρεφόμουνα και σκεπαζόμουνα με τα λόγια του Θεού, που εξουσιάζει τα σύμπαντα, γιατί καθώς είπε «ουκ επ' άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος».
«Επειδή δε ο Ζωσιμάς άκουσε ότι και αποφθέγματα από την Αγία Γραφή ανάφερε, τόσον από τον Μωυσή, όσο και από τον Ιώβ και από το βιβλίο των ψαλμών, της είπε: Διάβασες ώ κυρία μου, ψαλμούς η άλλα βιβλία;» Εκείνη δε, χαμογέλασε και είπε στο Γέροντα: «Πίστεψέ, άνθρωπέ μου, ότι δεν είδα άλλον άνθρωπό από τότε που πέρασα τον Ιορδάνη, εκτός από το δικό σου πρόσωπο, αλλά ούτε κανένα θηρίο η ζώο από τότε που κατοίκησα σ' αυτήν την έρημο. Επομένως δεν έμαθα καθόλου γράμματα, ούτε και άκουσα κανένα να ψάλλει η να διαβάζει. Αλλά ο λόγος του Θεού, που είναι ζωντανός και ενεργός, αυτός διδάσκει τον άνθρωπο. Ως εδώ τελειώνει η διήγησή μου. Τώρα δε σε εξορκίζω στον ενανθρωπήσαντα λόγο του Θεού να εύχεσαι για μένα την αμαρτωλή».
Αφού εκείνη είπε αυτά, ο Γέροντας βιάστηκε να βάλει μετάνοια, κράζοντας δακρυσμένος:» Ευλογητός ο Θεός, ο Οποίος δημιούργησε μεγάλα και θαυμαστά, ένδοξα και εξαίσια, των οποίων δεν υπάρχει αριθμός. Ευλογητός ο Θεός, ο Οποίος μου έδειξες όσα χαρίζεις σ' εκείνους που σε φοβούνται. Γιατί αλήθεια δεν εγκαταλείπεις Κύριε, εκείνους που Σε εκζητούν».
 
Η ΟΣΙΑ ΧΩΡΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΖΩΣΙΜΑ
Εκείνη δε, αφού έπιασε το Γέροντα, δεν τον άφησε να αποτελειώσει τη μετάνοια, αλλά είπε σ' αυτόν: «Όλ' αυτά που άκουσες, σε εξορκίζω στ' όνομα του Σωτήρα Ιησού Χριστού, του Θεού μας, να μη πεις σε κανένα μέχρι που να πεθάνω. Τώρα πήγαινε στο καλό και πάλι τον ερχόμενο χρόνο θα με δεις. Να κάμεις μόνο για τον Κύριο εκείνο που σου παραγγέλω, στις ιερές νηστείες του ερχόμενου χρόνου μην περάσεις τον Ιορδάνη, όπως ακριβώς υπάρχει συνήθεια να κάνουν στο Μοναστήρι».
«Απορούσε δε ο Ζωσιμάς ακούοντας, ότι και το κανόνα του Μοναστηριού γνώριζε και δεν έλεγε τίποτε άλλο, εκτός: «Δόξα τω Θεώ, ο Οποίος χαρίζει πολλά στους αγαπώντας Αυτόν». Εκείνη δε είπε: «Μείνε λοιπόν, Αββά Ζωσιμά, καθώς είπα στο Μοναστήρι, γιατί αν θελήσεις να βγεις, δεν θα σου γίνει καλό. Τη δε Μεγάλη Πέμπτη πάρε τη Θεία κοινωνία και έλα στο μέρος του Ιορδάνη, που πλησιάζει τις κατοικημένες περιοχές, για να έλθω εκεί να κοινωνήσω των ζωοποιών δώρων, γιατί από τότε που κοινώνησα στο ναό του Προδρόμου, πριν περάσω τον Ιορδάνη δεν ξανακοινώνησα. Γι' αυτό σε παρακαλώ, μην παρακούσεις στη παράκλησή μου, αλλά ‘πωσδήποτε να μου φέρεις τα ζωοποιά αυτά Θεία Μυστήρια, την ώρα που ο Κύριος έκανε μέτοχους τους Μαθητές του τού Θείου Δείπνου. Εις δε τον Αββά Ιωάννη, τον ηγούμενο του Μοναστηριού, να πεις αυτά: «Πρόσεχε, αδελφέ, από τον εαυτό σου, και από τους μοναχούς του μοναστηριού, γιατί εκεί γίνονται μερικά πράγματα που θέλουν διόρθωση. Αλλά δεν θέλω να πεις τώρα αυτά, αλλ' όταν σου επιτρέψει ο Κύριος». Αυτά αφού είπε και ζήτησε από τον Γέροντα να προσεύχεται και γι' αυτή, αναχώρησε προς την έρημο. Ο δε Ζωσιμάς αφού γονάτισε και προσκύνησε τη γη, όπου ήταν τα ίχνη των ποδιών της, δόξασε τον Θεό και αφού τον ευχαρίστησε , επέστρεψε με σωματική και ψυχική αγαλλίαση δοξάζοντας και ευλογώντας Αυτόν. Αφού δε διαπέρασε πάλιν εκείνη την έρημο, έφτασε στο Μοναστήρι, τη μέρα που συνηθίζουν να επιστρέφουν αυτοί που μένουν σ' αυτό.
 
Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ
Και καθ' όλο εκείνο το χρόνο, ο Γέροντας ησύχαζε, χωρίς να τολμά να πει σε κανένα τίποτα, απ' όσα είδε, παρακαλούσε μόνο από μέσα του το Θεό να του δείξει και πάλι το πρόσωπο που επιθυμούσε. Στεναχωριόταν δε και λυπόταν πάρα πολύ, όταν σκεφτόταν τη χρονική περίοδο, ήθελε δε, αν ήταν δυνατό, ο χρόνος να γινότανε μία μέρα. Όταν δε έφτασε η Κυριακή που θα άρχιζαν οι ιερές νηστείες, αμέσως μετά την καθιερωμένη ευχή, όλοι μεν οι άλλοι βγήκαν ψάλλοντες, αυτός όμως αρρώστησε και αναγκάσθηκε να μείνει στο Μοναστήρι, οπότε θυμήθηκε την Οσία, που του είπε: «Αν θέλεις να βγεις, δεν θα σου γίνει καλό». ¨όταν δε πέρασαν λίγες μέρες ανέλαβε από την αρρώστεια και παρέμεινε το Μοναστήρι.
 
Ο ΖΩΣΙΜΑΣ ΠΗΓΑΙΝΕΙ ΠΡΟΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ
Όταν δε πάλιν οι μοναχοί επέστρεψαν και έφτασε η νύχτα του Μυστικού Δείπνου, έκαμε όσα τον διάταξε και αφού έβαλε σ' ένα μικρό ποτήρι το Άχραντο Σώμα και Αίμα του Χριστού, του Θεού μας, αναχώρησε πολύ πρωί, φέροντας μαζί του και μικρό καλάθι από φοίνικα και φακές βρεγμένες. Όταν δε έφτασε στον Ιορδάνη κάθησε στο χείλος του και περίμενε να έλθει η Οσία. Επειδή όμως καθυστερούσε να Έλθει η ιερή γυναίκα, ο Ζωσιμάς παρέμεινε άγρυπνος, βλέποντας προσεχτικά την έρημο και περιμένοντας να τη δει. Έλεγε δε από μέσα του ο Γέροντας καθισμένος: «Μήπως συνέβηκε τίποτε και την εμπόδισε να έλθει; Μήπως ήλθε και επειδή δεν με βρήκε επέστρεψε;»
Αφού είπε αυτά και δάκρυσε και αναστέναξε κα αφού σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό, παρακάλεσε τον Θεό, λέγοντας: «Δέσποτα και πάλι επέτρεψε να δω εκείνο που πεθυμούσα κι' έτσι να μη φύγω άπρακτος, ελεγχόμενος από τις αμαρτίες μου». Ενώ όμως προσευχόταν και έλεγε αυτά κλαίοντας, παρέπεσε σ' άλλο λογισμό, λέγοντας από μέσα του: «Όταν έλθει, πως θα περάσει τον Ιορδάνη και να έλθει κοντά μου, αφού δεν υπάρχει πλοίο; Αλοίμονο τότε σε μένα τον ανάξιο και ελεεινό, που θα στερηθώ τέτοιου καλού, να λάβω την ευχήν της Οσίας».
 
Η ΟΣΙΑ ΚΟΙΝΩΝΑ
Ενώ όμως, ο Γέροντας συλλογιζότανε αυτά, ιδού έφτασε και η Οσία γυναίκα, που στάθηκε στο απέναντι μέρος του ποταμού, απ' όπου ερχόταν. Τότε ο Ζωσιμάς στάθηκε όρθιος χαίροντας και δοξάζοντας τον Θεό.
Αλλά συνέχιζε να παλεύει με το λογισμό, πως δηλαδή θα περνούσε τον ποταμό, οπότε βλέπει αυτήν να κάμει το σημείο του Σταυρού (αν και ήταν νύκτα, όμως έφεγγε, γιατί ήταν πανσέληνος) και αφού περπάτησε πάνω στο νερό ήλθε κοντά του. Μόλις δε εκείνος πήγε να βάλει μετάνοια, εκείνη τον εμπόδισε λέγοντας: «Τι κάμνεις Αββά, θέλεις να βάλεις μετάνοια, εσύ που είσαι ιερέας και μάλιστα κρατάς τα Θεία Δώρα;» Εκείνος υπάκουσε και τότε η Οσία του είπε:
«Ευλόγησε, Πάτερ, ευλόγησε». Ο δε Γέροντας τρέμοντας και θαυμάζοντας και το τέτοιο θέαμα, αποκρίθηκε σ' αυτήν: «Πραγματικά είναι αληθινός ο Θεός, λέγοντας ότι μπορούμε να ομοιωθούμε μαζί Του, φτάνει να θελήσουμε να καθαρίσουμε τους εαυτούς μας. Δόξα σοι Χριστέ, ο Θεός μας, ο Οποίος δεν στέρησες το έλεός σου από μένα το δούλο σου. Δόξα σοι Χριστέ, ο Θεός μας, ο Οποίος μου φανέρωσες μέσω αυτής της δούλης Σου, πόσον απέχω από την τελειότητά».
Ενώ έλεγε αυτά η γυναίκα ζήτησε να πει το «Πιστεύω» και το «Πάτερ ημών» και όταν τέλειωσε τον ασπάστηκε κατά τη μοναχική συνήθεια και μετάλαβε των Ζωοποιών Μυστηρίων. Αφού δε σήκωσε τα χέρια της στον ουρανό, αναστέναξε με δάκρυα κα είπε: «Νυν απολύεις την δούλην Σου, Δέσποτα κατά το ρήμα σου εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν Σου».
Τότε λέει στον Γέροντα: «Συγχώρησέ με, Αββά, και εκπλήρωσε μου και άλλην επιθυμίαν. Να γυρίσεις τώρα με τη βοήθεια του Θεού στο Μοναστήρι και τον ερχόμενο χρόνο να έλθεις και πάλι σ' εκείνο τον χείμαρρο, όπου με συνάντησες την πρώτη φορά. Να έλθεις οπωσδήποτε και θα με δεις καθώς θέλει ο Κύριος». Ο δε Ζωσιμάς της αποκρίθηκε: «Μακάρι να ήμουν άγιος από τώρα να σε ακολουθήσω και να βλέπω παντοτεινά το τίμιό Σου πρόσωπο. Αλλά πάρε και φάε από τη λίγη αυτή τροφή που σου έφερα». Και λέγοντας αυτά, της έδωσε το μικρό καλάθι που κρατούσε. Η δε γυναίκα, αφού πήρε με τα άκρα των δακτύλων της τρεις κόκκους φακής, τους έβαλε στο στόμα της λέγοντας: «Είναι αρκετή η χάρη του Αγίου Πνεύματος, να συντηρεί και να φυλάει την ουσία της ψυχής καθαρή». Και αφού είπε αυτά, στράφηκε προς τον Γέροντα και του ζήτησε να προσεύχεται στον Κύριο γι' αυτή την αμαρτωλή. Ο Γέροντας άγγιξε τότε τα πόδια της Οσίας και αφού προσευχήθηκε με δάκρυα και στεναγμούς, την άφησε να φύγει, γιατί δεν τολμούσε να κρατήσει περισσότερο την ακράτητη. Η δε Οσία, αφού έκαμνε και πάλι το σημείο του Σταυρού, περπάτησε πάνω στο νερό του ποταμού, όπως και προηγουμένως και τον διαπέρασε. Ο δε Γέροντας γύρισε πίσω με πολύ χαρά και φόβο συγχρόνως, αλλά περιγελούσε τον εαυτό του, γιατί δεν ρώτησε να μάθει τα' όνομα της Οσίας, έλπιζε όμως να το πετύχει τον ερχόμενο χρόνο.

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΗΣ ΟΣΙΑΣ
Όταν δε πέρασε ο χρόνος, ο Ζωσιμάς ήλθε πάλι στην έρημο κα πήγε να δει εκείνο το παράδοξο θέαμα. Αφού περπάτησε όλο το δρόμο και έφτασε στο τόπο που ζητούσε κοίταξε δεξιά, και αριστερά, προσπαθώντας να συλλάβει σαν έμπειρος κυνηγός το θήραμά του. Επειδή όμως δεν έβλεπε πουθενά τίποτα να κινείται άρχισε να κλαίει πικρά και αφού σήκωσε το βλέμμα ψηλά προσευχήθηκε λέγοντας: «Δείξε, μου Δέσποτα το θησαυρό, δηλαδή τον επίγειο Άγγελο, του οποίου ο κόσμος δεν είναι άξιος». Και ενώ ευχόταν αυτά, έφτασε στο γνωστό τόπο, όπου βρήκε την Οσία νεκρή με σταυρωμένα τα χέρια και στραμμένη προς την ανατολή και αφού Έτρεξε κοντά της έπλυνε τα πόδια με τα δάκρυά του, γιατί δεν τολμούσε σε κανένα άλλο μέρος να την αγγίξει.
Αφού λοιπόν δάκρυσε αρκετά και είπε τους κατάλληλους ψαλμούς, ανέπεμψε επιτάφια ευχή κα είπε από μέσα του: «Μήπως πρέπει να θάψω το λείψανο της Οσίας; Ή μήπως όχι, γιατί δεν της αρέσει αυτό;», Και ενώ σκεφτόταν αυτά, είδε κοντά στην κεφαλή της χαραγμένες στη γη λέξεις: «Αββά Ζωσιμά, θάψε σ' αυτό τον τόπο το λείψανο της Μαρίας και προσευχήσου στο Θεό για μένα, που πέθανα το μήνα Φαρμαιθί (Απρίλιο), την πρώτη εκείνη νύκτα του σωτηρίου Πάθους, κατά την οποία κοινώνησα». Όταν ο Γέροντας τα διάβασε, χάρηκε που έμαθε το όνομα της Οσίας και έμαθε ότι μόλις κοινώνησε τα Θεία Μυστήρια ήλθε σ' αυτό το μέρος για να περπατήσει, με πολύ κόπο, η Μαρία τον κάλυψε σε μιάν ώρα και αμέσως μετά παρέδωσε τη ψυχή της στο Θεό.
 
Η ΤΑΦΗ ΤΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΗΣ
Δοξάζοντας δε το Θεό και βρέχοντας το σώμα της Μαρίας με δάκρυα είπε από μέσα του: «Είναι ώρα πετεινέ Ζωσιμά, να εκτελέσεις τη διαταγή, αλλά πως θα βγάλεις, ταλαίπωρε, λάκκο, χωρίς να έχεις κανένα μέσο στα χέρια σου;» Και αφού είπε αυτά, είδε πιο πέρα ένα μικρό ξύλο πεταμένο στη γη, που αφού το πήρε άρχισε να σκάβει. Επειδή όμως το έδαφος ήταν σκληρό δεν σκαβότανε , έτσι ο Γέροντας υπόφερε κοπιάζοντας και ιδρώνοντας. Μια στιγμή αναστέναξε από τα βάθη της καρδιάς του και αφού σήκωσε το πρόσωπο, είδε ένα μεγάλο λιοντάρι να στέκει δίπλα στο λείψανο της Οσίας και να γλύφει τα ίχνη της.
Αυτός μόλις είδε το θηρίο, τρόμαξε από φόβο αλλ' όταν θυμήθηκε τα λόγια της Οσίας, που είπε ότι ουδέποτε είδε θηρίο, έκαμε το σημείο του Σταυρού και πίστεψε ότι η δύναμη της Οσίας θα τον προφυλάξει από κάθε κίνδυνο. Το δε λιοντάρι αφού ήλθε κοντά στον Γέροντα τον έγλυφε στα πόδια. Τότε ο Ζωσιμάς αφού στράφηκε σ' αυτό είπε: «Επειδή ώ θηρίο, η Μεγάλη επέτρεψε να ταφεί το λείψανό της και επειδή εγώ είμαι γέρος και δεν μπορώ να σκάψω λάκκο (αλλ' ούτε και κανένα εργαλείο κατάλληλο έχω, γι' αυτό το σκοπό, και ούτε μπορώ να επιστρέψω και να το φέρω εξ' αιτίας της μεγάλης απόστασης), άνοιξε εσύ το λάκκο με τα νύχια σου, για να αποδώσουμε στη γη το λείψανο της Οσίας». Αμέσως μετά τα λόγια του Γέροντα, το λιοντάρι έσκαψε με τα μπροστινά του πόδια λάκκο, όσο χρειαζόταν για τη ταφή του σώματος.
Ο Γέροντας, αφού και πάλι έπλυνε με δάκρυα τα πόδια της Οσίας και αφού την παρακάλεσε πολύ να πρεσβεύει προς τον Θεό υπέρ πάντων σκέπασε το σώμα με χώμα, ενώ παρευρισκόταν και το λιοντάρι. Κάλυψε δε το σώμα της Οσίας μ' εκείνο το σχισμένο ιμάτιο, που της είχε ρίξει από πίσω της ο Ζωσιμάς τη πρώτη φορά ου τη συνάντησε και από τότε η Μαρία κάλυπτε μ' αυτό ορισμένα μέρη του σώματός της.
Ύστερα αναχώρησαν και οι δυό, και το μεν λιοντάρι προχώρησε σαν πρόβατο στο εσωτερικό της ερήμου, ο δε Ζωσιμάς γύρισε πίσω στο Μοναστήρι ευλογώντας και δοξάζοντας το Θεό, διηγήθηκε δε όλα στους μοναχούς, χωρίς ν' αποκρύψει τίποτα, απ' όσα είδε κι' άκουσε. Εκείνοι δε όταν άκουσαν αυτά τα μεγαλεία του Θεού, υπερθαύμασαν και με πολύ φόβο και πόθο τηρούσαν τη μνήμη της Οσίας. Ο δε ηγούμενος Ιωάννης, αφού ερεύνησε και βρήκε σύμφωνα με τα λόγια της Οσίας μερικά σφάλματα στο μοναστήρι, φρόντισε και τα διόρθωσε, για να μη βγει και σ' αυτό το θέμα άχρηστος ή μάταιος ο λόγος της Οσίας. Στο μοναστήρι δε τούτο πέθανε και ο Αββάς Ζωσιμάς, σε ηλικία 100 χρονών.
Ορθόδοξον Ίδρυμα "Απόστολος Βαρνάβας"