Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

Πρωϊνὴ Προσευχὴ Γέροντος Σοφρωνίου

Ὦ Κύριε, αἰώνιε καὶ Δημιουργὲ τῶν πάντων,
ὁ ὁποῖος μὲ τὴν ἀνεξερεύνητη ἀγαθότητά Σου μὲ κάλεσες σὲ αὐτὴν τὴν ζωή,
ὁ ὁποῖος μου ἔδωσες τὴν χάρη τοῦ Βαπτίσματος καὶ τὴν σφραγῖδα τοῦ ἁγίου Πνεύματος,
ὁ ὁποῖος μὲ προίκισες μὲ τὴν ἐπιθυμία νὰ ἀναζητήσω Ἐσέ, τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό,
εἰσάκουσε τὴν προσευχή μου.
Δὲν ἔχω ζωή, φῶς, χαρὰ, ἢ σοφία,οὔτε δύναμη χωρὶς ἐσένα, ὦ Θεέ.
Ἐξαιτίας τῶν ἁμαρτιῶν μου δὲν τολμῶ νὰ ὑψώσω τοὺς ὀφθαλμούς μου σὲ Ἐσένα.
Ἀλλὰ Σὺ εἶπες στοὺς μαθητές Σου: «Καθετὶ ποὺ θὰ ζητήσετε στὴν προσευχή σας μὲ πίστη, θὰ τὸ λάβετε» καὶ «καθετὶ ποὺ ζητήσετε στὸ ὄνομά μου θὰ γίνει».
Γι᾿ αὐτὸ τολμῶ νὰ Σὲ ἐπικαλεστῶ: Καθάρισέ με ἀπὸ κάθε ρύπο σωματικὸ καὶ πνευματικό.
Δίδαξέ με νὰ προσεύχομαι ὀρθά.
Εὐλόγησε αὐτὴν τὴν μέρα ποὺ χάρισες σὲ ἐμένα, τὸν ἀνάξιο δοῦλο Σου.
Μὲ τὴν δύναμη τῆς εὐλογίας Σου, κάνε με ἱκανὸ συνέχεια νὰ ὁμιλῶ καὶ νὰ ἐργάζομαι γιὰ τὴ δόξα Σου, μὲ καθαρὸ πνεῦμα, ταπείνωση, ὑπομονή, ἀγάπη, εὐγένεια, εἰρήνη, θάρρος καὶ σοφία, νὰ αἰσθάνομαι πάντοτε τὴν παρουσία Σου.
Μὲ τὴν ἄπειρη ἀγαθότητά Σου, ὦ Κύριε Θεὲ Δεῖξε μου τὸν δρόμο τοῦ θελήματός Σου, καὶ δῶσε ὥστε νὰ βαδίζω μπροστά Σου χωρὶς ἁμαρτία.
Ὦ Κύριε, σὲ ἐσένα ὅλες οἱ καρδιὲς εἶναι ἀνοιχτές. Σὺ γνωρίζεις ὅλα ὅσα ἔχω ἀνάγκη. Σὺ γνωρίζεις τὴν τυφλότητα καὶ τὴν ἄγνοιά μου. Σὺ γνωρίζεις τὴν ἀστάθεια καὶ τὴν διαφθορὰ τῆς ψυχῆς μου.
Ἀλλὰ οὔτε ὁ πόνος καὶ ἡ ἀγωνία μου εἶναι κρυμμένα ἀπὸ Σένα.
Δέξου, σὲ παρακαλῶ τὴν προσευχή μου καὶ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα Σου, δίδαξέ με δρόμο ποὺ πρέπει νὰ πορευθῶ.
Καὶ ὅταν ἡ διεστραμμένη μου θέληση μὲ ὁδηγήσει σὲ ἄλλους δρόμους, μὴν μὲ ἀφήσεις νὰ χαθῶ, ἀλλὰ κάνε με νὰ ἐπιστρέψω σὲ Ἐσένα.
Δῶσε μου μὲ τὴν δύναμη τῆς ἀγάπης Σου νὰ κρατηθῶ σταθερὰ στὸ ἀγαθό.
Φύλαξέ με ἀπὸ κάθε λόγο ἢ πράξη ποὺ μπορεῖ νὰ καταστρέψει τὴν ψυχή, ἀπὸ κάθε ἐπιθυμία ποὺ μπορεῖ νὰ δυσαρεστήσει καὶ νὰ βλάψει τὸν ἀδελφό μου.
Δίδαξέ με πῶς πρέπει καὶ τί πρέπει νὰ λέγω.
Ἂν εἶναι θέλημά Σου νὰ μὴν ἀπαντῶ, δῶσε μου πνεῦμα εἰρηνικῆς σιωπῆς ποὺ νὰ μὴν προκαλεῖ λύπη ἢ πόνο στὸν ἀδελφό μου.
Στήριξέ με στὸν δρόμο τῶν ἐντολῶν Σου καὶ μέχρι τὴν τελευταία μου πνοή, δῶσε νὰ μὴν ἀπομακρυνθῶ ἀπὸ τὸ φῶς τῶν ἐντολῶν Σου.
Οἱ ἐντολές Σου ἂς γίνουν ὁ μόνος νόμος στὴν ζωή μου στὴ γῆ καὶ σ᾿ ὅλη τὴν αἰωνιότητα.
Ὦ Θεὲ, σὲ παρακαλῶ, ἐλέησέ με.
Λύτρωσέ με ἀπὸ τὴ θλίψη καὶ τὴν ἀθλιότητά μου καὶ μὴν κρύβεις ἀπὸ μένα τὸν δρόμο τῆς σωτηρίας.
Μέσα στὴν μωρία μου Θεέ μου, Σοῦ ζήτησα πολλὰ πράγματα καὶ μεγάλα.
Θυμᾶμαι τὴν ἀγένεια, τὴν φαυλότητά μου καὶ τὴν ἀδυναμία μου καὶ κράζω: ἐλέησέ με.
Μὴ μὲ ἀπομακρύνεις ἀπὸ τὸ Πρόσωπό Σου ἐξαιτίας τῆς ἀλαζονείας μου.
Δῶσε καὶ αὔξησε σὲ μένα τὴ δύναμη νὰ Σὲ ἀγαπῶ σύμφωνα μὲ τὶς ἐντολές Σου, ἐγὼ ὁ χειρότερος τῶν ἀνθρώπων, μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, μὲ ὅλη μου τὴν ψυχή, μὲ ὅλη μου τὴν διάνοια, μὲ ὅλη μου τὴν δύναμη, καὶ μὲ ὅλη μου τὴν ὕπαρξη.
Ναί, ὦ Θεέ, μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα Σου, Δίδαξέ με δίκαια κρίση καὶ γνώση.
Δῶσε μου τὴν γνώση τῆς δικῆς Σου ἀλήθειας, πρὶν ἔλθει τὸ τέλος μου.
Διατήρησε τὴν ζωή μου στὸν κόσμο τοῦτο, μέχρι νὰ μπορέσω νὰ σοῦ προσφέρω ἄξια μετάνοια.
Μὴ μὲ ὁδηγήσεις σὲ θάνατο στὴν μέση τῶν ἡμερῶν μου, οὔτε ἐνόσω ὁ νοῦς μου εἶναι τυφλωμένος.
Ὅταν ὅμως θελήσεις νὰ βάλεις τέρμα στὴν ζωή μου, νὰ μοῦ τὸ δείξεις ἀπὸ πρωτύτερα γιὰ νὰ προετοιμάσω τὴν ψυχή μου πρὶν παρουσιαστεῖ μπροστά Σου.
Νὰ εἶσαι μαζί μου κατὰ τὴν φοβερὴ αὐτὴ ὥρα καὶ νὰ μοῦ δωρίσεις τὴν χαρὰ τῆς σωτηρίας.
Καθάρισέ με ἀπὸ τὶς κρυφὲς ἁμαρτίες μου καὶ ἀπ᾿ ὅλη τὴν ἀχαριστία ποὺ ἔχω μέσα μου καὶ δώρισέ μου καλὴ ἀπολογία μπροστὰ στὸν θρόνο τῆς κρίσης Σου.
Ναί, ὦ Θεέ, μὲ τὸ μεγάλο Σου ἔλεος καὶ τὴν ἀμέτρητη ἀγάπη Σου γιὰ τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἄκουσε τὴν προσευχή μου.

Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης


Στο βιβλίο του «Ο Εθνομάρτυς Χρυσόστομος» o Σαράντος Ι. Καργάκος αναφερόμενος στο μαρτυρικό θάνατο του Χρυσοστόμου, γράφει: «...Ο Χρυσόστομος δίκαια ανήκει στους μεγαλομάρτυρες του έθνους, που κρατούν ψηλά την περηφάνειά του, όταν την τσακίζουν με τη δειλία τους και την αβελτηρία τους οι πολιτικοί μας ηγέτες». Στην απροστάτευτη Σμύρνη, που όλοι οι στρατιωτικοί και πολιτικοί παράγοντες την εγκαταλείπουν προστρέχει να βρει καταφύγιο όλος ο άμαχος πληθυσμός της Μ. Ασίας. Ο μόνος που δεν την εγκαταλείπει είναι ο Χρυσόστομος.




Όταν ο αρχιεπίσκοπος των Καθολικών την υστάτη ώρα, στις 25 Αυγούστου, του εξασφαλίζει θέση επί αναχωρούντος ατμοπλοίου και τον εξορκίζει να εγκαταλείψει την καταδικασμένη πόλη για να γλυτώσει από την οργή των Τούρκων, ο Μητροπολίτης ατάραχος απαντά: «Παράδοσις του ελληνικού κλήρου αλλά και χρέος του καλού ποιμένος είναι να παραμείνη με το ποίμνιόν του». Είναι η στιγμή που ο Χρυσόστομος περνά στο χώρο της αθανασίας και συγκαταλέγεται στο χορό των μαρτύρων και των αγίων του Γένους. Η ώρα του Γολγοθά επλησίασε. Είναι μόνος, αυτός και το ποίμνιό του. Ο τελευταίος επίσημος Έλληνας που έφυγε, είναι ο μεγάλος μαθηματικός Κωνσταντίνος Καραθεοδωρής, πρύτανις του Ιωνικού πανεπιστημίου.

Στις 27 Αυγούστου γίνεται η πρώτη εμφάνιση Τούρκων «τσετών» (=ατάκτων) υπό τον Κιορ (=μονόφθαλμος) Μπεχλιβάν στη Σμύρνη. Τρομοκρατία απλώνεται στην πόλη. Τα πλήθη συρρέουν στη Μητρόπολη. Ο Χρυσόστομος, βοηθούμενος από τον αδελφό του Ευγένιο, κάνει ό,τι μπορεί για να βοηθήσει. Την επομένη τελεί λειτουργία στην Αγία Φωτεινή. Είναι κάτωχρος από τη νηστεία και την αγρύπνια. Όταν όμως βγαίνει στην Ωραία Πύλη γονατίζει και προσεύχεται σαν ταπεινός λευίτης και εγείρεται ως άγιος. Είναι το τελευταίο κήρυγμά του «Η Θεία Πρόνοια, λέγει, δοκιμάζει την πίστιν μας και το θάρρος μας και την υπομονή μας την ώραν αυτήν. Αλλ' ο Θεός δεν εγκαταλείπει τους χριστιανούς. Εις τας τρικυμίας αναφαίνεται ο καλός ναυτικός και εις τας δοκιμασίας ο καλός Χριστιανός. Προσεύχεσθε και θα παρέλθη το ποτήριον τούτο. Θα ίδωμεν πάλιν καλάς ημέρας και θα ευλογήσωμεν τον Θεόν. Θαρρείτε ως εμπρέπει εις καλούς χριστιανούς».

Την ίδια μέρα εισήλθε στη Σμύρνη και ο ορκισμένος εχθρός του, ο στρατηγός Νουρεντίν πασάς. Πρώτη ενέργεια του άλλοτε σφαγέα της Ιωνίας ήταν να εκδώσει προκήρυξη με την οποία καλούσε να παραδοθούν όλοι οι Έλληνες και Αρμένιοι από ηλικίας 18 έως 45 ετών, «διότι, όπως λέγει η προκήρυξη, έλαβον επισήμως τα όπλα εναντίον της πατρίδος, διότι κατετάγησαν εις τον εχθρικόν στρατόν, διότι...»( Φάνη Καμπάνη: «Έτσι χάσαμε τη Μικρασία», σσ 178-179.) Δεύτερη ενέργεια του Νουρεντίν ήταν να ταπεινώσει και να εξοντώσει τον αλύγιστο δεσπότη. Είχε τελειώσει η λειτουργία, όταν ένας υπαστυνόμος τον πληροφόρησε ότι ο φρούραρχος Σαλή Ζεκή βέης τον ζητά στο φρουραρχείο. Γαλήνιος ο Χρυσόστομος αποχαιρετά το πλήθος, και ανεχώρησε με τον «καβάση» (κλητήρα) του, Θωμά Βούλτσιο. Από την κατάθεση του τελευταίου αποσπώμε τις πιο έγκυρες πληροφορίες. Ο φρούραρχος δέχτηκε τον Χρυσόστομο, του προσέφερε βυσσινάδα και του υπαγόρευσε μια διαταγή. Μ' ένα αυτοκίνητο που τους παρεχώρησαν Αμερικανοί αξιωματικοί επέστρεψαν στη Μητρόπολη. Ο Μητροπολίτης αντέγραψε και κοινοποίησε στο λαό τη διαταγή του φρουράρχου: να παραδοθούν τα όπλα και όλοι να μείνουν στα σπίτια τους. Στις οκτώ το βράδυ ήλθε ο ίδιος αστυνόμος με δύο οπλισμένους στρατιώτες. Για τα παρακάτω αφήνουμε να μιλήσει ο Θωμάς Βούλτσιος που έμεινε επί μία 20ετία κοντά στον Χρυσόστομο:

«...Ήλθαν να πάρουν το δεσπότη πως τον ζητά ο νομάρχης, δεν είπαν το όνομα, να πάη στο διοικητήριο με τρείς δημογέροντες. Επήραμε τον Τσουρουκτζόγλου και τον Κλιμάνογλου και εμπήκαν οι τρείς και οι αστυνομικοί στο αυτοκίνητο, για μένα δεν είχε θέσι και μούπε ο δεσπότης να περιμένω στη μητρόπολι. Στας δέκα το βράδυ ένας από τους στρατιώτες, που ήλθαν το απόγευμα, έφερε μία κάρτα του δεσπότη για τον αδελφό του Ευγένιο. Του έγραφε: «Αγαπητέ αδελφέ, Μας εκράτησαν απόψε εμέ ως πρόεδρον της Μικρασιατικής αμύνης, τους άλλους ως μέλη. Μην ανησυχήτε». Ο Ευγένιος άρχισε να κλαίη. Το άλλο πρωί, Κυριακή, στας 8 με στέλλει να μάθω για το δεσπότη. Ευρήκα το Ζαδέ της τραπέζης. Πριν μισή ώρα συνάντησε τον υπαστυνόμο που είχε πάει τό δεσπότη. Αυτός του είπε πως το δεσπότη τον χάλασαν, καθώς και τους δύο δημογέροντες. Έτσι έγιναν. Ως την Τετάρτη που έφυγα δεν μπόρεσα να μάθω τίποτα άλλο».

Για την ιστορία, αξίζει να σημειώσουμε πως οι Τούρκοι «χάλασαν» και τον πιστό Ευγένιο. Τον κράτησαν φυλακή επί 6 μήνες και μετά τον απηγχόνισαν. Όμως αυτά που δεν έμαθε ο Θωμάς Βούλτσιος, για τις τελευταίες στιγμές του Χρυσοστόμου, τα μάθαμε από άλλον, από μία απροσδόκητη και έγκυρη πηγή. Πρόκειται για το βιβλίο του Αμερικανού προξένου George Horton, «Η κατάρα της Ασίας». Ο Χόρτον έζησε από κοντά το δράμα της Σμύρνης, βοήθησε τον πληθυσμό της και την τραγούδησε στα ποιήματά του. Αλλά προτού δώσουμε το λόγο σ' αυτόν, ας δούμε τι έγραψε για τη συνάντηση Νουρεντίν-Χρυσοστόμου ο συγγραφέας Μιχ. Ροδάς, που είχε υπηρετήσει ως διευθυντής του Γραφείου Τύπου της Αρμοστείας. Ο Νουρεντίν, μόλις μπήκε στο γραφείο του ο Χρυσόστομος, έβγαλε έναν ογκώδη φάκελλο που έγραφε «Φάκελος Χρυσοστόμου». Τον άνοιξε κι έδειξε όλα τα αποκόμματα έφημερίδων που περιείχαν λόγους του Χρυσοστόμου και τον ερώτησε:

-Είναι δικοί σου οι λόγοι αυτοί;

-Ναι, απάντησε ο Δεσπότης, με αξιοπρέπεια άνθρώπου, που εγνώριζε τι εσήμαιναν τα ερωτήματα του Τούρκου στρατηγού.

Ακολούθως ο Ροδάς (Μιχαήλ Ροδάς: «Η Ελλάς στη Μικράν Ασίαν») γράφει ότι ο Νουρεντίν «διέταξε να τον πάρουν και να τον προσφέρουν στον λαό, για να κορέση την εκδίκησή του. Πραγματικά, τον κατέβασαν ως την πόρτα και τον έσπρωξαν προς το έξαλλο πλήθος. Πρόσωπα που είδαν την σκηνή αυτή, λένε ότι το πλήθος του εξέσκισε τα ράσα, του έκοψε τα γένεια και τα μαλλιά, του πήρε το εγκόλπιο και το χρυσό του Σταυρό, τον έσυρε ως το Τιρκιλίκ, τον Τουρκομαχαλά, και εκεί ένας μελαψός Τούρκος της Συρίας του έδωσε μια μαχαιριά και τον αποτελείωσε. Το μέρος που ετάφη παρέμεινε άγνωστο, αv και έγιναν αργότερα έρευνες, για να εξακριβωθούν τα περιστατικά του θανάτου του. Η θυσία του Σμύρνης Χρυσοστόμου εφώτισε όλο το μικρασιατικό δράμα. Γιατί αυτός στάθηκε ο μοναδικός ήρωας».(...)

Ο Αμερικανός πρόξενος Τζώρτζ Χόρτον στο βιβλίο του «Η κατάρα της Ασίας», που προαναφέραμε, γράφει εν είδει requiem για τον Χρυσόστομο:

«Πέθανε σαν μάρτυρας και αξίζει να του απονεμηθούν ύψιστες τιμές από την Ελληνική Εκκλησία και την Ελληνική Κυβέρνηση...»









Ο Χρυσόστομος κρατώντας στο χέρι του το τηλεγράφημα του Βενιζέλου με το οποίο του ανακοίνωνε την απόφαση για την αποστολή εκστρατευτικού σώματος στη Σμύρνη













Ο Χρυσόστομος Σμύρνης ευλογεί εντός του Πανιωνίου τους Μικρασιάτες εθελοντές που αναχωρούν για το Μέτωπο. Διακρίνονται, ο αρχιστράτηγος Παρασκευόπουλος, αριστερά οι στρατηγοί Νίδερ, Ιωάννου και Βλαχόπουλος, ο επιτελάρχης Πάγκαλος και ο αξιωματικός του Ναυτικού Α. Τανάγρας. Με τα πολιτικά, ο Ύπατος Αρμοστής Στεργιάδης. Ο τελευταίος, θα παραμείνει για το μικρασιατικό λαό, ως ο σατράπης, υπαίτιος της συμφοράς, που εξευτέλιζε τους Ιεράρχες, που παρέλυσε την οργάνωση της Επιτροπής Αμύνης, που απαγόρευσε στους κατοίκους της Σμύρνης και σε χιλιάδες άλλους της ενδοχώρας να φύγουν, την ώρα της καταστροφής, με τα ελληνικά πλοία. Ο ίδιος έφυγε με αγγλικό πολεμικό.








Ο Χρυσόστομος μετά τη δοξολογία οπού η Εκκλησία έδωσε την επίσημη ευλογία της στο λαό της Σμύρνης και τον απελευθερωτικό Ελληνικό στρατό. Δίπλα του ο Π. Μαζαράκης, γενικός διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών.







ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΜΑΝΟΛΗΣ ΜΕΓΑΛΟΚΟΝΟΜΟΣ







Συγκλονιστικές είναι οι πληροφορίες που δίνει για το μαρτύριο του Χρυσοστόμου στο φυλλάδιο που τύπωσε στην Αθήνα το 1925 («Η καταστροφή και οι τελευταίες ημέρες της Σμύρνης», Β’ έκδοση, σσ. 25-26.) ο πολεμικός ανταποκριτής Κώστας Μισαηλίδης και το οποίο αναφέρεται στις τελευταίες ημέρες της Σμύρνης:

«Λίγο πριν το μεσημέρι της Κυριακής, έβγαλαν το Μητροπολίτη από το φρουραρχείο.

-Να οι δικαστές σου και οι τζελάτηδές σου (δήμιοι), του είπεν ο φρούραρχος συνταγματάρχης Σαλήχ Ζακήμ Εφέντης.

Και τον παρέδωσε στον μαινόμενον όχλο που αποβραδύς ξημερώθηκε εκεί -βαλμένος, από τον Νουρεδίν- να τον προσμένη. Κι αρχινά το μαρτύριο.

Ο δρόμος απ' την Πλατεία του Διοικητηρίου ως την πλατεία του Ικί Τσεσμέ - Τούρκικη συνοικία της Σμύρνης- αγρίεψε από το μαρτύριο του καινούργιου αυτού Εθνομάρτυρα.

Του έβγαλαν με ξιφολόγχη τα μάτια, του έκοψαν τ' αυτιά και τη γλώσσα. Τον έσυραν από τα γένεια και τα μαλλιά. Γύρω απ' το σώμα του έστησεν η απάνθρωπη, η αφάνταστα βάρβαρη τουρκική μανία τον πιο φρικτό χορό. Δεν άφησαν τίποτε το σκληρό και το εξευτελιστικό που να μην το κάμουν στο αφανισμένο και μισοσκοτωμένο κορμί του Χρυσοστόμου.

Κι εσύρθηκεν έτσι, ως τους Ικί-Τσεσμέ, ο γέρων Μητροπολίτης Σμύρνης, κατακομματιασμένος. Από το κορμί του, εκεί, το μεθυσμένο από κτηνωδία πλήθος πήρε ένα κομμάτι της σάρκας του Χρυσοστόμου για φυλακτό ματωμένο. Το κεφάλι του με βγαλμένα τα μάτια, κομμένα τ' αυτιά και τη γλώσσα, με τα γένεια ξερριζωμένα και μαύρο από το ξύλο, αιματοστάλαχτο το έμπηξαν στην πατερίτσα του και η πομπή μαινόμενη από βλαστήμιες και σαρκασμό, το περιέφερε στους Τουρκομαχαλάδες.

Την ίδια ώρα ο Τσουρουκτσόγλου και ο Κλιμάνογλου μαρτυρούσαν, δεμένοι από τα πόδια, πίσω από ένα αυτοκίνητο που ακολουθούσε τον όχλο που τυραννούσε τον Μητροπολίτη».



«Όπως λέγουν, (ο Νουρεντίν) είχε υιοθετήσει τη μεσαιωνική ιδέα να παραδώση τον Μητροπολίτη στον φανατικό όχλο, για να τον κάνει ό,τι ήθελε. Δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις της ορθότητος αυτής της διαπιστώσεως, είναι όμως βέβαιο, ότι ο Μητροπολίτης θανατώθηκε απ' τον όχλο. Εβιαιοπράγησαν επάνω του, του ξερρίζωσαντην γενειάδα του, τον εχτύπησαν με ρόπαλα και με μαχαιριές, ωσότου πέθανε, και ύστερα τον έσυραν σβαρνίζοντάς τον επάνω στους δρόμους. Το μοναδικό του φταίξιμο ήταν ότι ήταν ένας Έλλην με μεγάλο πατριωτισμό και ευγλωττία που επιθυμούσε την πρόοδο της φυλής του και εργαζόταν για το σκοπό αυτό...»

George Horton «Η κατάρα της Ασίας» (ελλ. Μετάφραση Γ.Δ.Τσελίκα), σσ. 72 και 93-94.



ΣΥΝΤΟΜΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

Ο Χρυσόστομος (Καλαφάτης) ήταν ο τελευταίος Μητροπολίτης Σμύρνης. Βρήκε μαρτυρικό θάνατο, κατακρεουργήθηκε από φανατισμένο όχλο κατά την ανακατάληψη της πόλης από τους Τούρκους τον Αύγουστο του 1922.

Γεννήθηκε το 1867 στην Τρίγλια της Βιθυνίας, στην Προποντίδα. Ήταν γιος του Νικολάου Καλαφάτη και της Καλλιόπης Λεμωνίδου, οι οποίοι απέκτησαν συνολικά 8 παιδιά, 4 αγόρια και 4 κορίτσια. Ο πατέρας του ήταν νομομαθής και αντιπροσώπευε συμπολίτες του ενώπιον των τουρκικών δικαστηρίων. Επίσης, αναμιγνυόταν στα κοινά και εκλεγόταν δημογέροντας. Η μητέρα του ήταν ευλαβής χριστιανή και αναφέρεται ότι τον είχε τάξει στην Παναγία.

Ο Χρυσόστομος εκδήλωσε νωρίς την επιθυμία του να γίνει κληρικός. Οι γονείς του έγιναν αρωγοί στην επιθυμία του, πουλώντας ακίνητη περιουσία και στέλνοντάς τον οικότροφο στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου είχε την τύχει να έχει σπουδαίους δασκάλους. Είχε επίσης την τύχη να αναλάβει τα έξοδα των σπουδών του ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης και μετέπειτα Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος Βαλιάδης, ο οποίος τον γνώρισε σε μια επίσκεψή του στη Σχολή και εξετίμησε τις επιδόσεις του. Ο Χρυσόστομος αποφοίτησε από τη Σχολή με «άριστα».

Ο Μητροπολίτης Κωνσταντίνος τον χειροτόνησε διάκονο και τον προσέλαβε ως αρχιδιάκονο στη Μητρόπολη Μυτιλήνης και κατόπιν στη Μητρόπολη Εφέσου, όπου μετατέθηκε. Το 1896 ο Χρυσόστομος ασχολήθηκε με το θέμα που δημιούργησαν καθολικοί καλόγεροι της Μονής των Λαζαριστών της Σμύρνης, οι οποίοι, θέλοντας να προσηλυτίσουν Ορθοδόξους της Ιωνίας, αγόρασαν κοντά στην Έφεσο μια τοποθεσία που λεγόταν Καπουλή-Παναγιά και διέδωσαν ότι βρήκαν εκεί τον τάφο της Παναγίας. Ο Χρυσόστομος προέβη σε πλήθος δημοσιευμάτων, τεκμηριωμένων επιστημονικά, τα οποία εξέδωσε και σε βιβλίο. Κατόπιν αυτού, οι Λαζαριστές υποστήριξαν ότι επρόκειτο για σπίτι της Θεοτόκου.

Στις 2 Απριλίου 1897 ο Μητροπολίτης Εφέσου Κωνσταντίνος εκλέχθηκε Οικουμενικός Πατριάρχης (Πατριάρχης Κωνσταντίνος Ε’). Στις 18 Μαΐου του ίδιου έτους χειροτόνησε πρεσβύτερο τον Χρυσόστομο και τον χειροθέτησε Μέγα Πρωτοσύγκελο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από τη θέση αυτή προήδρευσε μικτής επιτροπής Ορθοδόξων και Αγγλικανών με θέμα την ένωση των δύο Εκκλησιών. Από τη θέση αυτή επίσης καλλιεργεί την ευγλωττία του στο κήρυγμα. Μνημειώδης θεωρείται ο επικήδειός του προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και πρώην Κωνσταντινουπόλεως Σωφρόνιο, πνευματικό πατέρα του Κωνσταντίνου Ε’, καθώς επίσης και ο λόγος προς τον Εσταυρωμένο, τη Μεγάλη Παρασκευή του 1901. Ιδιαίτερα όμως διακρίθηκε για τη συμβολή του στη ματαίωση των σχεδίων του αρχηγού της Πανσλαβιστικής Παλαιστίνιας Εταιρίας του Παπαδονότσεφ που επεδίωκε να αλλοιώσει τον ελληνικό χαρακτήρα του Αγίου Όρους και να εκσλαβίσει τα Πατριαρχεία Αντιοχείας και Ιεροσολύμων.

Την ίδια ημέρα, Μεγάλη Παρασκευή του 1901, απομακρύνθηκε από το Θρόνο του Οικουμενικού Πατριάρχη ο Κωνσταντίνος Ε’ και κατόπιν επανεξελέγη ο δυναμικός Ιωακείμ Γ’ Μεγαλοπρεπής. Και αυτός όμως εκτίμησε τα προσόντα του Χρυσοστόμου, και έτσι εκλέγεται παμψηφεί, στις 23 Μαΐου 1902 Μητροπολίτης Δράμας. Την ημέρα της εκλογής του, απευθυνόμενος στον Πατριάρχη, είπε τα εξής προφητικά: «Εν όλη τή καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος, και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, εάν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθή εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου», πράγμα που έγινε 20 χρόνια αργότερα.

Διετέλεσε Μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών μέχρι το 1910 οΙότε μετετέθη στη Σμύρνη, ως Μητροπολίτης Σμύρνης. Στη θέση αυτή παρέμεινε ολόκληρη τη δύσκολη περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων, της Μικρασιατικής Εκστρατείας και της Μικρασιατικής Καταστροφής, μη δεχόμενος μάλιστα να αποχωρήσει από την πόλη και να εγκαταλείψει το ποίμνιό του, όταν κατέρρεε το μέτωπο. Συνελήφθη από τους Τούρκους και βρήκε μαρτυρικό θάνατο στις 27 Αυγούστου 1922.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία τον ανακήρυξε άγιο και εθνομάρτυρα. H μνήμη του «Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης και των συν αυτώ αγίων αρχιερέων Γρηγορίου Κυδωνιών, Αμβροσίου Μοσχονησίων, Προκοπίου Ικονίου, Ευθυμίου Ζήλων καθώς και των κληρικών και λαϊκών που σφαγιάσθηκαν κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή» εορτάζεται την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.





















Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

Μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων·

Ἀπολυτίκιο. Ἦχος β’.
Μνήμη δικαίου μετ’ ἐγκωμίων· σοὶ δὲ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε· ἀνεδείχθης γὰρ ὄντως καὶ Προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καὶ ἐν ῥείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τὸν κηρυττόμενον. Ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω καὶ τοὶς ἐν Ἅδῃ, Θεὸν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τὸν αἴροντα τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ παρέχοντα ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.

Αποτομή της Τιμίας Κεφαλής του Τιμίου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου

 

Posted by kantonopou 

Απόστολος: Πράξ. ιγ’ 25 -32

Ευαγγέλιον: Μαρκ. στ΄ 14 -30

«Ο γαρ Ηρώδης εφοβείτο τον Ιωάννην, ειδώς αυτόν άνδρα δίκαιον και άγιον, και συνετήρει αυτόν»

Μνημονεύει σήμερα η Εκκλησία μας, αγαπητοί μου αδελφοί, την «αποτομή της τιμίας κεφαλής», τον αποκεφαλισμό του Ιωάννη του Προδρόμου από τον βασιλέα της Ιουδαίας Ηρώδη. Πρόκειται για τον τελευταίο προφήτη που υπήρξε για να αναγγείλει την ενανθρώπιση του Γιου του Θεού, που ζει και κηρύττει την ίδια εποχή με την επί γης παρουσία του Ιησού. Πρόκειται για τον Ιωάννη τον βαπτιστή στον οποίο θα προσέλθει ο Κύριος να βαπτισθεί και Αυτός και να δοθεί με αυτόν τον τρόπο η ευκαιρία της επιφανείας του Τριαδικού Θεού. Ο Υιός ταπεινών εαυτόν βαπτίζεται, το Πνεύμα το Άγιον, «ὡσεί περιστερά», φανερώνεται σαν ένα περιστέρι και η φωνή του Θεού Πατρός ακούγεται να δηλώνει: «ούτός εστιν ο υιός μου ο αγαπητός». Αυτός είναι ο αγαπητός μου γιος.

Πρόκειται λοιπόν, αγαπητοί μου αδελφοί, για την εξαιρετική τιμή που επιφυλάσσει ο Θεός στον εκλεγμένο ως τελευταίο προφήτη Του, για να προαναγγείλει την σωτηρία του γένους των ανθρώπων, που έχει υποσχεθεί στους πρωτόπλαστους. Πρόκειται για την μοναδική τιμή, σ’ αυτόν που μέσα στην ταπείνωσή του, λέγει στους ακροατές του ότι «ου ουκ ειμί άξιος το υπόδημα των ποδών λύσαι». Δηλαδή διαμαρτυρόμενος όταν τον παρομοιάζουν με τον αναμενόμενο Μεσσία λέγει ότι δεν είναι άξιος ούτε τα κορδόνια των υποδημάτων Του να λύσει. Πρόκειται γι’ αυτόν που προς στιγμήν αποτολμά ακόμη και να αρνηθεί να βαπτίσει τον Ιησού, λέγοντας «εγώ έχω χρείαν υπό σου βαπτισθήναι, και συ έρχη προς με;» Εγώ έχω ανάγκη να βαπτισθώ από εσένα και έρχεσαι Εσύ σε μένα; Αλλά η μοναδική και εξαιρετική αυτή τιμή δεν υπολείπεται της πράγματι μεγάλης αξίας του. Τα επίθετα «δίκαιος» και «άγιος», δηλαδή δίκαιος απέναντι Θεού και ανθρώπων, και ξεχωριστός, που σημειώνει ο ευαγγελιστής Μάρκος και τα οποία αποδίδει ως χαρακτηρισμούς του ως προερχόμενους από τον ίδιο τον Ηρώδη, αποδίδουν ίσως μόνο ένα μέρος της σημαντικής αυτής προσωπικότητας. Ο ευσεβής και ταπεινός, δίκαιος, άγιος και απόγονος θρησκευόμενης οικογένειας που συνδέεται με συγγένεια και με την Παρθένο Μαρία, ζει απλά και φτωχικά στην έρημο κηρύττοντας στον λαό του Ισραήλ και μεταφέροντας το ελπιδοφόρο μήνυμα της έλευσης του Θεανθρώπου. Προετοιμάζει την «οδόν του Κυρίου». Βαπτίζει στον Ιορδάνη όσους προσέρχονται σ’ αυτόν εξομολογούμενοι τις αμαρτίες τους. Διδάσκει τον λόγο και τις εντολές του Θεού τονίζοντας τη λύτρωση που θα φέρει ο αναμενόμενος Μεσσίας και καλεί όλους σε μετάνοια,. Γι’ αυτό και δεν διστάζει να ελέγχει και τον Ηρώδη που συζούσε με την Ηρωδιάδα, γυναίκα του αδελφού του Φίλιππου. Γι αυτό και αυτή, η Ηρωδιάς ,προσπαθούσε να βρει αφορμή να απαλλαγεί από την ελεγκτική παρουσία του Ιωάννη και τις βαριές αλλά δίκαιες κατηγορίες του. Κατόρθωσε λοιπόν να πείσει τον Ηρώδη να αποφασίσει, να τον συλλάβει και να τον εγκλείσει σε φυλακή, για να τον φιμώσει, για να μην ακούγεται ο ενοχλητικός έλεγχός του, οι κατηγορίες του. Ωστόσο και εκεί που βρισκόταν ο ασυμβίβαστος Ιωάννης δεν έπαυσε να κηρύττει τον λόγο του Θεού, να ελέγχει τον Ηρώδη και την Ηρωδιάδα, ότι ζούσαν μέσα στην αμαρτία. Παρ’ όλα αυτά ο Ηρώδης τον διατηρούσε ζωντανό στη φυλακή, γιατί φοβόταν να τον σκοτώσει. ‘Ήταν «δίκαιος» και «άγιος». Ο λαός τον αγαπούσε. Ακολουθούσε το κήρυγμά του και σεβόταν τη διδαχή του. Πίστευε στο προφητικό του κήρυγμα για την έλευση του αναμενόμενου Σωτήρα.

Η Ηρωδιάδα όμως που ζούσε στην παρανομία και την αμαρτία, δεν μπορούσε να ανεχθεί την κατάσταση αυτή, και ήθελε να βρει κάποια ευκαιρία να τον σκοτώσει. Κι όταν ο επιπόλαια φερόμενος βασιλεύς Ηρώδης, στη γιορτή των γενεθλίων του, υποσχέθηκε να χαρίσει ο,τιδήποτε «έως ημίσους της βασιλείας» του, στην κόρη της μετά από ένα ωραίο χορό, βρήκε την ευκαιρία να εκδικηθεί και να απαλλαγεί από την φυσική παρουσία του Ιωάννη. Συμβούλεψε την κόρη της να ζητήσει «την κεφαλήν Ιωάννου του βαπτιστού».

Κι ο Ηρώδης που με τόση ευκολία και χωρίς πολλή σκέψη έδωσε μια τόσο σοβαρή και μεγάλη υπόσχεση, δεν κατάφερε τώρα, αν και «περίλυπος γενόμενος», να αρνηθεί βοηθώντας μ’ αυτόν τον τρόπο να πετύχει την εκδίκησή της η Ηρωδιάδα. «Και ήνεγκε την κεφαλήν αυτού επί πίνακι και έδωκεν αυτήν τω κορασίω, και το κοράσιον έδωκεν αυτήν τη μητρί αυτής». Έφεραν το κεφάλι του Ιωάννη σε ένα πιάτο, το έδωσε στην κόρη της Ηρωδιάδας και η κόρη στην μητέρα της. Σε αντίθεση προς τον δίκαιο και άγιο, ταπεινό αλλά ασυμβίβαστο Ιωάννη που αφιέρωσε την ζωή προετοιμάζοντας τον λαό του Ισραήλ για την υποδοχή του Μεσσία, παρουσιάζεται ο αμαρτωλός, ο απερίσκεπτος Ηρώδης που με ευκολία και επιπολαιότητα δίνει σοβαρές υποσχέσεις. Και είναι αυτός ο ίδιος που συζεί με την εκδικητική και μαινομένη Ηρωδιάδα, όπως την παρουσιάζει ο υμνωδός, σκανδαλίζοντας τους συμπολίτες του. Και ενώ ο Θεός δια του κηρύγματος και του ελέγχου του Ιωάννη, τού δίνει την ευκαιρία να αλλάξει τρόπο ζωής, αυτός δούλος των παθών του, κλείνει τα αυτιά του και προβαίνει στον αποκεφαλισμό του Ιωάννη για χάρη της κόρης της παράνομης γυναίκας του. Πολύ σημαντικά είναι τα δύο παραδείγματα της σημερινής περικοπής, αγαπητοί μου, και μένει σε μας να επιλέξουμε. Να επιλέξουμε και μετανοώντας για πράξεις που δεν είναι συμβατές με τον λόγο και το θέλημα του Θεού, να αδράξουμε την ευκαιρία, να αλλάξουμε τρόπο ζωής, να ζήσουμε δίκαιοι, ξεχωριστοί και ταπεινοί δεχόμενοι το φωτεινό παράδειγμα του Ιωάννη του Πρόδρομου και βαπτιστή. Γένοιτο.

Μητρόπολη Πάφου – Δ.Γ.Σ

Τετάρτη 24 Αυγούστου 2011

Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Γέροντας του σκλαβωμένου γένους


24 Αυγούστου, 2011 — VatopaidiFriend





Αρχιμανδρίτου Λ.Μ.Γ.



Α’.



Κάποτε ο Κύριός μας, παρατηρώντας το πλήθος του λαού που τον ακολουθούσε, τους συμπόνεσε, καθώς τους είδε να είνε «ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα». Γιατί πρόβατα χωρίς ποιμένα μένουν αφρόντιστα, νηστικά και διψασμένα, απροστάτευτα από κινδύνους και επιθέσεις λύκων. Και τότε στους μεν μαθητάς του είπε «Παρακαλέστε τον Κύριο να βγάλη εργάτες για τον θερισμό του» (Ματθ. 9,36-38), ο ίδιος δε «άρχισε να διδάσκη πολλά πράγματα» τον λαό, και τέλος φρόντισε και για την υλική διατροφή τους στο έρημο εκείνο μέρος που βρίσκονταν (Μάρκ. 6,34 κ.ε.).



Ο Χριστός, ο δημιουργός και σωτήρας μας, φροντίζει πάντοτε για όλους. Όταν ήταν στη γη, φρόντιζε ο ίδιος αυτοπροσώπως· εν συνεχεία, από της αναλήψεώς του στους ουρανούς και εξής, ανέθεσε τη φροντίδα αυτή στους αγίους αποστόλους, και αυτοί πάλι στους διαδόχους των.

Έτσι ο Κύριος, διά της Εκκλησίας του και των απεσταλμένων του, συνεχίζει απαύστως να φροντίζη για όλη την ανθρωπότητα, για όλα τα πλάσματά του. Φροντίζει δε για τον όλο άνθρωπο, και ως ψυχή και ως σώμα, αφού με την ενανθρώπησί του τον ανέλαβε ολόκληρο. Τον φωτίζει με την αλήθεια που του αποκαλύπτει, τον κατευθύνει με τις εντολές που του δίνει, τον οδηγεί με το παράδειγμα του επί γης βίου του, τον θεραπεύει από τις ασθένειές του με την θαυματουργό χάρι που του χορηγεί, τον παιδαγωγεί και τον παιδεύει όταν παρεκκλίνη από το δρόμο του, τον προστατεύει με τη σκέπη των αγγέλων του. Εκείνος είνε ο κατ’ εξοχήν φροντιστής και οδηγός, και στα ίχνη του Κυρίου ακολουθούν έπειτα οι εντολοδόχοι του, οι απόστολοι, οι πατέρες και οι διδάσκαλοι, όλοι οι ποιμένες της Εκκλησίας.



Η ιστορία μαρτυρεί, ότι ήλθαν περίοδοι που ορισμένοι εργάτες της Εκκλησίας, όταν το εκάλεσε ειδική και επείγουσα ανάγκη, πέρα από το καθαρώς πνευματικό έργο ανέλαβαν και τη φροντίδα να σώσουν το λαό από δεινές περιστάσεις, εκτεινόμενοι θα έλεγε κανείς πέρα των αυστηρώς εκκλησιαστικών αρμοδιοτήτων τους (λ.χ. ο ι. Χρυσόστομος ως πρεσβύτερος στην Αντιόχεια και ο επίσκοπός του Φλαβιανός όταν έγινε εκεί η καταστροφή των ανδριάντων και μεσολάβησαν να αποτραπή η σκληρή τιμωρία από τον αυτοκράτορα, ή ο πατριάρχης Σέργιος στην Κωνσταντινούπολι όταν έλειπε ο Ηράκλειος και κινδύνευε η Πόλις και ενίσχυσε την άμυνα, κ.ά.).



Και αργότερα, όχι σπανίως αλλά πολύ συχνά, κληρικοί πρωτοστάτησαν σε εθνικούς αγώνες (όπως ο Παπαφλέσσας στο Μοριά, ο Αθανάσιος Διάκος στη Ρούμελη, ο Ρωγών Ιωσήφ στο Μεσολόγγι, ο Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης στο Μακεδονικό αγώνα, ο Χρυσόστομος Σμύρνης στη Μικρασιατική καταστροφή, ή επί των ημερών μας ο Σεβαστιανός Κονίτσης για τα δίκαια της Β. Ηπείρου). Κάποτε μάλιστα ωρισμένοι ιεράρχαι ανεδέχθησαν και εθναρχικά ακόμη καθήκοντα (όπως λ.χ. ο πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ κατά την τουρκοκρατία ή ο αρχιεπίσκοπος και αντιβασιλεύς Δαμασκηνός επί γερμανικής κατοχής), δυστυχώς όμως όχι πάντοτε προσωρινά (όπως ο αρχιεπίσκοπος και πρόεδρος της Κύπρου Μακάριος επί αγγλικής κατοχής). Στις περιπτώσεις αυτές μπορούμε να πούμε, ότι η ποιμαίνουσα Εκκλησία, υπερβαίνουσα τα όρια της αποστολής της, που είνε να οδηγή τις ψυχές στην οδό προς την ουράνιο πατρίδα, ή κάποτε και εκτρεπομένη από αυτήν, υπέστη χάριν του ποιμνίου της μίαν «κένωσιν», όπως έλεγε ο αείμνηστος μητροπολίτης Κοζάνης Διονύσιος (Ψαριανός).



Επρεπε άραγε να γίνη αυτό; Αν ο άνθρωπος έχη και υλικές – βιοτικές ανάγκες, δεν μπορεί ο πνευματικός του πατέρας να αδιαφορήση γι’ αυτές, σύμφωνα με το παράδειγμα του Κυρίου που μνημονεύσαμε. Το ότι τις περισσότερες φορές ήταν ανάγκη κληρικοί να παίξουν και αυτό το ρόλο, το ομολογούν εμμέσως ακόμη και εχθρικώς διακείμενοι προς την Εκκλησία. Μπορεί από το ένα μέρος να τους ακούτε να μιλούν για «διακριτούς ρόλους» και να θέλουν να περιορίσουν την Εκκλησία εντός των ι. ναών μόνο ή να εποφθαλμιούν την εκκλησιαστική περιουσία, από το άλλο όμως μέρος θα τους ακούσετε να της ζητούν πάντοτε να προσφέρη οικονομική βοήθεια και να απαιτούν να δίνη το παρών σε δύσκολες στιγμές της ζωής του λαού. Δεν έθεταν λ.χ. το ερώτημα «Πού ήταν η Εκκλησία τον καιρό της δικτατορίας;…»; Τι σημαίνουν αυτά; ότι σε τέτοιες ώρες επιθυμούν την παρέμβασί της και δεν θεωρούν ότι έτσι εξέρχεται των ορίων της.



Πάντως, εκτός από τις περιπτώσεις αναλήψεως θεσμικής εξουσίας (προέδρου δημοκρατίας ή αντιβασιλέως), που είνε σχετικώς λίγες, σε πάρα πολλές άλλες περιπτώσεις κληρικοί ανέλαβαν τον άτυπο αλλά πολύ ουσιαστικό ρόλο του οδηγού του λαού, χωρίς καθόλου να εκτραπούν από την αποστολή τους αλλά «πληροφορούντες» μάλιστα την διακονία τους (Β’ Τιμ. 4,5). Αντιμετώπισαν τον άνθρωπο στην ολότητά του, όχι μόνο σαν άυλη ψυχή άλλα και ως σωματική ύπαρξι, έσκυψαν πάνω του με στοργή και ήλθαν αρωγοί σε όλες τις ανάγκες του, φροντίζοντας για όλες τις πλευρές της ζωής του.



Μία τέτοια αγνή, αγία και μαρτυρική εκκλησιαστική μορφή, που σπλαχνίστηκε όπως ο Κύριος τους αδελφούς του ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα και ήσκησε το ανεκτίμητο έργο της καθοδηγήσεως του λαού μας στα δύσκολα χρόνια της μακράς δουλείας υπό τους Οθωμανούς, είνε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, τον οποίο τιμά σήμερα όλη η Όρθοδοξία και ιδιαιτέρως η ι. αυτή μονή, που σεμνύνεται επ’ ονόματί του, πανηγυρίζει τη μνήμη του, και φιλοξενεί το Η’ τούτο Πνευματικό Συμπόσιο με θέμα «Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο Γέροντας του Γένους, τότε και σήμερα».



Β’.



Το Γένος μας, μέσα στη μακροχρόνια εκείνη σκλαβιά, ζητούσε κυβέρνησι να το διοίκηση, ζητούσε δασκάλους να το φωτίσουν, ζητούσε παπάδες να το αγιάσουν, ζητούσε οπλαρχηγούς να το ελευθερώσουν. Κυρίως όμως του χρειαζόταν ένας άγιος Γέροντας, ν’ άνάψη φως μπροστά του, ν’ αναλάβη όλη τη φροντίδα του, να το κατευθύνη· αυτός να το ξυπνήση από το λήθαργο, να το πάρη σαν μικρό παιδί από το χέρι, να το βάλη κάτω από το πετραχήλι του και να το ειρηνεύση, να του ανοίξη τα μάτια με το Ευαγγέλιο, να το διδάξη με τη σοφία του και να το παιδαγωγήση με την πείρα του. Και η θεία Πρόνοια έστειλε τον άγιο Κοσμά τον Αιτωλό· που δεν ήταν βέβαια ο μόνος (βλ. επισκ. Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου, Κοσμάς ο Αιτωλός, Αθήναι 200526, σελ. 34, σημ. 7), μπορούμε όμως να πούμε ότι ήταν ο κατ’ εξοχήν απεσταλμένος Της τότε για το λαό μας.



Ο άγιος Κοσμάς ήταν η απάντησι του Θεού στις προσευχές και τα αιτήματα, τα δάκρυα και τους αναστεναγμούς των επί αιώνες σκλάβων. Ήταν ο Γέροντας που ζητούσαν.



Όταν λέμε Γέροντας, στην εκκλησιαστική γλώσσα, δεν εννοούμε τόσο τον γηραλέο, τον μεγάλο στην ηλικία -χωρίς ν’ αποκλείεται να συντρέχη και το στοιχείο τούτο. Στη μοναχική ειδικά ορολογία Γέροντας είνε ο ηγούμενος μιας αδελφότητος ή συνοδείας, αυτός που έχει τη γενική ευθύνη για όλη τη ζωή του κοινοβίου. Στο μοναστήρι ο Γέροντας είνε αυτός που προνοεί για τη διαποίμανσι των μοναχών (την εξομολόγησί τους, την εξαγόρευσι των λογισμών, την παρακολούθησι της πνευματικής πορείας τους, τον έλεγχο της ζωής και της καταστάσεως τους, την στήριξί τους με συμβουλές και οδηγίες στον αγώνα τους, την ενίσχυσι και παρηγοριά τους στις θλίψεις, τη θεραπεία τους από τα πάθη και τα ψυχικά τραύματα, την κατάρτισι και την πρόοδό τους κατά Χριστόν), αυτός δηλαδή που νοιάζεται για την αιώνια σωτηρία τους. Ο Γέροντας όμως δεν αδιαφορεί και για τις υλικές ανάγκες των μοναχών του, την τροφή και το ένδυμά τους, την ασφαλή διαβίωσί τους, την προστασία από κινδύνους, την σωματική υγεία ή τη θεραπεία τους από ασθένειες, πολλές φορές ακόμη και για ανάγκες οικείων και συγγενών τους.



Αλλά στην ορθόδοξο Εκκλησία ο όρος Γέροντας επεκτείνεται, τηρουμένων κάποιων αναλογιών, και στους λαϊκούς που ζουν στον κόσμο, ακούνε την εντολή του Κυρίου «έσεσθε τέλειοι» (Ματθ. 5,48), και έχουν ζωντανό υπόδειγμα τη ζωή αγίων μοναχών, αφού κατά τον πατερικό λόγο οι μοναχοί είνε φως για το λαό όπως γι’ αυτούς φως είνε οι άγγελοι. Έτσι και σ’ εκείνους τους πιστούς που ζουν μεν στον κόσμο αλλ’ αποζητούν ανώτερα στάδια πνευματικής ζωής, χρειάζεται ένας Γέροντας. Ο γέροντας είνε κάτι παραπάνω από τον απλό εξομολόγο· είνε ο πνευματικός γεννήτωρ και τροφεύς, ο φροντιστής και κηδεμών, ο δάσκαλος και παιδαγωγός, ο ιατρός και θεραπευτής, ο έμπειρος οδηγός εκείνων που τον ακολουθούν.



Όλα λοιπόν αυτά ήταν ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός για ολόκληρο το Γένος μας την εποχή εκείνη. Το βλέπει κανείς αυτό μελετώντας τον βίο και τη διδασκαλία του. Η αποστολή που ανέλαβε, όπως γράφει ο μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης Αυγουστίνος στο σχετικό γνωστό έργο του, ήταν «να πολεμήση τον Εωσφόρον, να πολεμήση το θηρίον εις τα ιδιά του κέντρα. Ν’ αφυπνίση συνειδήσεις βεβαρημένας. Να παρηγορήση. Να σπογγίση δάκρυα. Ν’ αναπτερώση το φρόνημα, να θερμάνη το συναίσθημα των πιστών, να σταματήση το κύμα του εξισλαμισμού, να υψώση κέρας χριστιανών Ορθοδόξων, να πέση επί τέλους μαχόμενος διά την Πίστιν» (Κ. 36-7).



Ο άγιος Κοσμάς, όπως είνε γνωστό, δεν εργάσθηκε σε μία μόνο περιοχή της πατρίδος, αλλά την διέτρεξε όλη με τις περιοδείες του. Κι αυτό όχι σε μία ειρηνική περίοδο αλλά μέσα στα μαύρα χρόνια της επί αιώνες παρατεινομένης οθωμανικής σκλαβιάς, που απειλούσε με αλλαξοπιστία, με πνευματικό θάνατο αλλά και με φυσικό – εθνολογικό αφανισμό τους Έλληνες. Πήρε απ’ το χέρι το γένος μας – το πνευματικοπαίδι του, και το έβγαλε απ’ το σκοτάδι στο φως της ζωής, στον ευλογημένο δρόμο του Χριστού, σ’ ένα νέο στάδιο εθνικού βίου. Δικαίως λοιπόν χαρακτηρίζεται ως «ο Γέροντας του σκλαβωμένου Γένους». Αυτός σαν πατέρας το γέννησε εν Χριστώ, αυτός σαν γιατρός το γιάτρεψε, αυτός σαν δάσκαλος το μόρφωσε, αυτός σαν έμπειρος οδηγός το κυβέρνησε.



Γ’.



Διαβάζοντας λοιπόν τις Διδαχές του μπορεί κανείς να δη τους τομείς στους οποίους εκτάθηκε η μέριμνά του για το λαό.



Πρώτη φροντίδα του βέβαια ήταν να οδηγήση το γένος στην οδό της σωτηρίας. Κήρυττε τη μετάνοια. Καλούσε στην επίγνωσι του μόνου αληθινού εν Τριάδι Θεού και σε επιστροφή σ’ Αυτόν διά μετοχής στην εν Χριστώ απολύτρωσι. «Τι καρτερούμε, αδελφοί μου;» ρωτούσε· «σήμερον αύριον το τέλος του κόσμου· διά τούτο φροντίζετε να διορθωθήτε» (Κ. 272). Για τους βαρέως αμαρτήσαντας επρόβαλλε ως πρότυπο μετανοίας αγίους, όπως την οσία Μαρία την Αιγυπτία, και προέτρεπε επειγόντως· «Ανίσως και είνε κανένας από σας ωσάν την οσίαν Μαρίαν, αυτήν την ώραν να κλαύση και μετανοήση, τώρα όπου έχει καιρόν, και ας είνε βέβαιος ότι θα σωθή καθώς και η οσία Μαρία» (Κ. 142).



Τόνιζε τη μοναδικότητα της Εκκλησίας, αποκλειστικής ταμιούχου της θείας χάριτος, καθώς και την υπεροχή της Ορθοδόξου πίστεως έναντι όλων των άλλων δογμάτων, θρησκευμάτων και πίστεων Ανατολής και Δύσεως (μωαμεθανών – εβραίων, πάπα – ορθολογιστών). Δεν προέβαλλε έναν αδογμάτιστο χριστιανισμό· καλλιεργούσε στους ακροατάς του την ομολογιακή ακρίβεια και την προσήλωσι στα ορθόδοξα δόγματα. «Να ευφραίνεσθε οπού είσθε ορθόδοξοι χριστιανοί», έλεγε, «και να κλαίετε δια τους ασεβείς και αιρετικούς όπου περιπατούν εις το σκότος» (Κ. 132).



Σκοπός του ήταν να μορφωθούν οι ακροαταί του εν Χριστώ και ν’ αποκτήσουν γνήσιο εκκλησιαστικό φρόνημα. Δεν περιωριζόταν στο να διαμορφώνη στις ψυχές τους μία επιφανειακή θρησκευτικότητα, αλλά ύψωνε τον πήχυ καλώντας τους σε ολοένα ανώτερη πνευματική ζωή.



Κέντρο της εν Χριστώ ζωής ώριζε το ναό με τις ακολουθίες του, συνδέοντας αχώριστα το κήρυγμά του με συμμετοχή στη λατρεία και τα ιερά μυστήρια. Γι’ αυτό καλούσε· «Να συμμαζωχθήτε εις τις οχτώ ώρες, να διαβάσωμεν τον Εσπερινόν μας, να ειπούμε και μίαν Παράκλησιν, να βάλωμεν την Δέσποινα μας την Θεοτόκον μεσίτρια, να μεσιτεύση εις τον Χριστόν, επειδή και ο Υιός της είνε ωργισμένος κατά πάνου μας από τις πολλές μας αμαρτίες και θέλει να μας καταποντίση» (Κ. 272). Και κάποια άλλη φορά, έχοντας μιλήσει για το δύσκολο θέμα του τριαδικού δόγματος, που λογικώς δεν κατανοείται, είπε· «Είνε και άλλος τρόπος να καταλάβετε την παναγίαν Τριάδα. Πώς; Να εξομολογηθήτε καθαρά, να μεταλάβετε τα άχραντα μυστήρια με φόβον και με ευλάβειαν, και τότε θα σας φωτίση η χάρις του παναγίου Πνεύματος να καταλάβετε καλύτερα…» (Κ. 107-8). «Με πόσην πίστιν ομιλεί περί της αγίας Τριάδος ο άγιος Κοσμάς!», παρατηρεί ο μητροπολίτης Αυγουστίνος που εξέδωκε τις Διδαχές του και τον έκανε ευρύτερα γνωστό. «Την διδασκαλίαν περί της αγίας Τριάδος θεωρεί θεμελιώδη αλήθειαν της Ορθοδόξου πίστεως. Δεν θέλει καμμίαν πνευματικήν επαφήν με αιρετικούς που δεν παραδέχονται την αλήθειαν ταύτην. Των τοιούτων θεός είνε ο… διάβολος!» (έ.α., σημ. 19).



Έτσι ο άγιός μας απεδείχθη απλανής οδηγός των ορθοδόξων στην πορεία προς τον παράδεισο.



Ωστόσο, βλέποντας την άγνοια που είχαν και το πνευματικό σκοτάδι που κυριαρχούσε, συγκατέβαινε και ερχόταν στο επίπεδο τους. Διότι είνε γεγονός ότι βρήκε τους Έλληνες σε χαμηλή πνευματική στάθμη. Γι’ αυτό άρχιζε από το άλφα, από τα στοιχειώδη, δι¬δάσκοντας ακόμα και πώς θα μπουν στην εκκλησία και πώς θα κάνουν το σταυρό τους. «Εμβαίνετε, αδελ¬φοί μου, άνδρες και γυναίκες, μέσα εις την έκκλησίαν με φόβον και τρόμον και να μη κάμνετε κουβέντες· και να μη εμβαίνετε μέσα εις την έκκλησίαν διά να βλέπετε οι άνδρες τας γυναίκας και αι γυναίκες τους άνδρας, αλλά να κάμνετε τον σταυρόν σας με φόβον και τρόμον, να ακούετε την θείαν λειτουργίαν, να φωτίζεσθε και να καθαρίζεσθε από τας αμαρτίας σας» (Κ. 213). Αλλού πάλι λέει πιο συγκεκριμένα· «Ακού¬σατε, αδελφοί μου, πώς πρέπει να γίνεται ο σταυρός και τι σημαίνει…», και εξηγεί τις κινήσεις του χεριού και τη σημασία τους (Κ. 155). Δεν έμενε όμως στα στοιχειώδη· προχωρούσε. Μυούσε, όλους αδιακρίτως, στη ζωή της προσευχής, της νήψεως και της ασκήσε¬ως λέγοντας· «Σας συμβουλεύω να κάμετε από ένα κομβολόγι (= κομποσχοίνι) μικροί και μεγάλοι και να το κρατήτε με το αριστερό χέρι, και με το δεξιό να κάμνετε τον σταυρόν σας και να λέγετε· Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ και Λόγε του Θεού του ζώντος, διά της Θεοτόκου και πάντων των αγίων ελέησόν με τον αμαρτωλόν και ανάξιον δούλον σου» (Κ. 154-5).



Εχοντας όμως ο άγιος Κοσμάς το βλέμμα στραμμένο στη βασιλεία των ουρανών δεν αδιαφορούσε για το ηθικό επίπεδο της επιγείου ζωής των συμπατριωτών του, αφού ως γνωστόν από την εδώ διαγωγή εξαρτάται η εκεί καταταγή. Έβλεπε πόση αξεστοσύνη και βαρβαρότης είχε επικρατήσει και, για να τους φέρη σε συναίσθησι, ρωτούσε· «Δεν βλέπετε ότι αγρίωσε το γένος μας από την αμάθειαν και εγίναμεν ωσάν θηρία;» (Κ. 150). Γι’ αυτό ο σοφός Γέροντας φρόντιζε και για τον εξευγενισμό των χαρακτήρων και την ειρηνική κοινωνική συμβίωσι των σκλάβων αδελφών του.



Πώς να μαλάξη τις σκληρές καρδιές; Ένας θεοδίδακτος τρόπος που χρησιμοποιούσε ήταν να ταπεινώνεται ο ίδιος μπροστά τους, δίδοντας έτσι το παράδειγμα. Ποιος μπορούσε να μείνη ασυγκίνητος όταν π.χ. τον άκουγε να λέη δημοσία «Με βλέπετε και εμέ με αυτά τα γένεια; Είνε γεμάτα υπερηφάνειαν, και ο Θεός να την ξερριζώση από την καρδίαν μας»; (Κ. 117).



«Θαυμάζομεν εδώ», σημειώνει ο π. Αυγουστίνος, «όχι μόνον το βάθος της ταπεινώσεως του αγίου Κοσμά, αλλά και τον παιδαγωγικόν τρόπον, με τον οποίον καθοδηγεί τους ακροατάς του, ίνα ανακαλύψουν και τα τελευταία ίχνη της υπερηφάνειας, η οποία κατορθώνει να παρεισδύη παντού…» (Κ. 117, σημ. 21). Αλλά το ύψιστο υπόδειγμα ταπεινώσεως είνε ασφαλώς ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός· και ο άγιος Κοσμάς, όταν διδάσκοντας φθάνη στην εξιστόρησι του ιερού νιπτήρος την εσπέρα της Μεγάλης Πέμπτης, λέει· «Ο Κύριος …επήρε και έπλυνε τα πόδια των αγίων αποστόλων, διά να σου δείξη παράδειγμα και εσένα, και βασιλεύς να είσαι, πάντοτε να ταπεινώνεσαι και να τιμάς εκείνον τον πτωχόν…» (Κ. 267). Στηλίτευε την υπερηφάνεια και σκληροκαρδία λέγοντας· «Πρέπει να στοχασθώμεν πως ο πανάγαθος Θεός μισεί τον υπερήφανον και αγαπά τον ταπεινόν. Και όχι μόνον ο Θεός, αλλά και ημείς, όταν ιδούμέν τινα ταπεινόν, τον βλέπομεν ως άγγελον, μας φαίνεται ν’ ανοίξωμεν την καρδίαν μας να τον βάλωμεν μέσα· και όταν ιδούμέν τινα υπερήφανον, τον βλέπομεν ως διάβολον, γυρίζομεν το πρόσωπόν μας εις άλλον μέ¬ρος να μη τον βλέπωμεν (Κ. 116-7). Πόση αλήθεια, πόση ψυχολογική πραγματικότητα κλείνουν τα λόγια αυτά!



Ιδιαίτερη μέριμνα έδειχνε ο άγιός μας για την καταλλαγή και συμφιλίωσι των πιστών μεταξύ τους. Τους προέτρεπε να αλληλοσυγχωρούνται δίνοντας πρώτος αυτός το παράδειγμα. «Παρακαλώ σας, αδελφοί μου, να ειπήτε και δι’ εμέ τον αμαρτωλόν τρεις φοράς· Συγχωρήσατε με και ο Θεός συγχωρήσοι σας. Συγχωρηθήτε και μεταξύ σας (Κ. 133). Επιμένοντας στο δύσκολο τούτο ζήτημα, που δημιουργεί συχνά η αδικία μεταξύ συνανθρώπων, λέει πάλι αλλού·



«Να κλαύσης και να παρακάλεσης να σε συγχωρήση ο Θεός διά τας ιδικάς σου αμαρτίας. Ολοι οι πνευματικοί, πατριάρχαι, αρχιερείς, όλος ο κόσμος να σε συγχωρήση, ασυγχώρητος είσαι. Αμή ποίος έχει την εξουσίαν να σε συγχωρήση; Εκείνος οπού τον αδίκησες» (Κ. 176). Στην ακραία δε και απευκτέα περίπτωσι που η διαφορά μεταξύ δύο ορθοδόξων αδελφών πρέπει να οδηγηθή σε δικαστήριο, ο άγιος Κοσμάς θεωρούσε μεγάλη αμαρτία οι Χριστιανοί να καταφεύγουν στους αλλόθρησκους κατακτητάς και συνιστούσε να καταφεύγουν στον επίσκοπο· «Αν σου πταίση ο αδελφός σου ή άλλος χριστιανός, πήγαινε τον εις τον δεσπότην και μη τον πηγαίνεις εις κρίσιν των Τούρκων, ότι μεγάλην αμαρτίαν έχεις και θέλεις κολασθή αιώνια» (Κ. 294).



Την προσπάθειά του για εξημέρωσι και εξευγενισμό του λαού συνοψίζει σε τρία σημεία λέγοντας· «Τα άλλα οπού έχομεν να είπωμεν ομοιάζουν ωσάν σκεπήν. Ποία είνε η σκεπή; Εγώ βλέπω το Γένος μας οπού έπεσεν εις πολλά κακά· έχουν κατάρες, αφορισμούς, αναθεματισμούς, όρκους, βλασφημίας και άλλα τοιαύτα. [Το πρώτον είνε] να καθαρισθούν οι χριστιανοί, να αγιασθούν τα χωρία των, και να καθαρισθούν ψυχικώς και σωματικώς. Το δεύτερον παρακινώ τους χριστιανούς να φτειάσουν σταυρούς και κομποσχοίνια, και παρακαλώ τον Χριστόν μας και τα ευλογεί, διά να τα έχουν οι χριστιανοί φυλακτήρια. Τρίτον είνε οπού κάμνω τους χριστιανούς όλους και συγχωρούν ζωντανούς και αποθαμένους. Αυτά τα τρία μου λέγει ο λογισμός μου» (Κ. 201). Άλλοτε πάλι τον ακούμε να συνιστά ως αναγκαία τέσσερα πράγματα· εξομολόγησι, αγάπη, εκκλησιασμό, ελεημοσύνη (Κ. 291).



Πάσχιζε να περικόπτη την εγωιστική αυτάρκεια και τις διχαστικές διακρίσεις μεταξύ των συνανθρώπων, αλλά -και τούτο αξίζει να το προσέξουμε ιδιαιτέρως- χωρίς και να εξισώνη συγκρητιστικά την Ορθόδοξο πίστι με τα διάφορα θρησκεύματα, που «αλώνιζαν» τότε στην σκλαβωμένη πατρίδα. Έτερον εκάτερον. «Όλοι οι άνθρωποι», έλεγε, «είνε από ένα πατέρα και από μίαν μητέρα, και διά τούτο είμεθα όλοι οι άνθρωποι αδελφοί· μόνον η πίστις μας χωρίζει» (Κ. 128). Δηλαδή· συμβιώνουμε μεν ανεκτικά και με αλληλοσεβασμό όλοι μαζί στον παρόντα κόσμο -σιτάρι και ζιζάνια κατά την παραβολή του Κυρίου-, αλλά δεν ξεχνάμε ότι με κάποιους διαφέρουμε στην πίστι. Αλλοίμονο αν, εν ονόματι μιας ειρηνικής συνυπάρξεως, είμαστε έτοιμοι να νοθεύσουμε, έστω και λίγο, την πίστι μας. Και αυτό που κήρυττε το εννοούσε και το τηρούσε. Αν δεν υπήρχε πράγματι αυτή η στερεά προσήλωσι στην Ορθόδοξο πίστι, ούτε ο ίδιος ο άγιος Κοσμάς θα ετιμάτο σήμερα ως ιερομάρτυς ούτε το πλήθος των άλλων νεομαρτύρων της τουρκοκρατίας θα είχαν αγιάσει. Θα μπορούσαν και εκείνοι, επικαλούμενοι τις όντως έκτακτες και αφόρητες συνθήκες, να επινοήσουν συναινετικές «φόρμουλες» και άγνωστα ως τότε θρησκευτικά σχήματα και μορφώματα, εκκλησιολογικώς αθεμελίωτα και αστήρικτα, ώστε να δικαιολογούν συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, και να μη εμφανίζωνται στους κατακτητάς Οθωμανούς και στους κυριάρχους εβραίους ανυπότακτοι και στους ασύδοτους δυτικούς (παπικούς και προτεστάντες) αντιδραστικοί, διχαστικοί, ασύμβατοι με το κατεστημένο και τελικά οβελιστέοι, ήγουν άξιοι μαρτυρικού θανάτου.



Στα κοινωνικά ζητήματα ο άγιος Κοσμάς δίδασκε την ισότητα ανδρός και γυναικός και χτυπούσε τον αντρικό εγωισμό. «Ανίσως, αδελφοί μου», έλεγε, «και θέλετε να είσθε καλύτεροι οι άνδρες από τας γυναίκας, πρέπει να κάμνετε και έργα καλύτερα από αυτάς· ει δε και αι γυναίκες κάμνουν καλύτερα και πηγαίνουν εις τον παράδεισον και ημείς εις την κόλασιν, τι μας ωφελεί;



Είμεθα άνδρες και κάμνομεν χειρότερα. Εγώ βλέπω εδώ που περιπατώ και διδάσκω· είπα ένα λόγον διά τας γυναίκας και σκέπτονται να ρίψουν τα περιττά σκουλαρίκια, δακτυλίδια, και με ήκουσαν ευθύς» (Κ. 121). «Εδώ ο άγιος κτυπά τον ανδρικόν εγωισμόν και εξαίρει την ευσέβειαν της γυναικός, της οποίας η καρδία ευκολώτερον μαλακώνει και δέχεται τον λόγον του Θεού…», σημειώνει ο μητροπολίτης πρ. Φλωρίνης (Κ. 121, σημ. 22).



Μέσα όμως στην οικογένεια, σύμφωνα με τον θείο νόμο, συνιστά «να είναι ο άνδρας ωσάν βασιλεύς και η γυναίκα ωσάν βεζύρης, ήτοι ο άνδρας ωσάν η κεφαλή και η γυναίκα ωσάν το σώμα» (Μ. 134). Διδάσκει τις γυναίκες να είνε ταπεινές, ολιγόλογες, σκεπασμένες με το φόβο του Θεού. «Αφήσατε την υπερηφάνειαν», τους έλεγε, «και κάμετε ταπεινοσύνην. Μη βάνετε εις την κεφαλήν σας ασήμια και μαλάματα και κόκκινα και κίτρινα μανδήλια, αμή άσπρα μανδήλια και νέες και γερόντισσσες και αρχόντισσες και πτωχές» (Κ. 294). «Να είσθε σκεπασμένες με την εντροπήν, και φαίνεσθε ωσάν μάλαμα» (Κ. 124). Στον γάμο ομως εκήρυττε ότι η Εκκλησία οφείλει -μερίμνη του Ιερέως- να διασώζη την ελευθερία της γυναίκας· δεν πρέπει η γυναίκα να οδηγήται σε γάμο με κάποιον που αυτή δεν θέλει και της τον επιβάλλουν. Προέβαλλε θερμά την πολυτεκνία και εγκωμίαζε την ανεμπόδιστη τεκνογονία. Πολλά δίδασκε γύρω και από την χριστιανική διαπαιδαγώγησι των παιδιών.



Ήλεγχε την πλεονεξία και συνιστούσε την απλότητα, την αυτάρκεια και τον περιορισμό στα αναγκαία. Θερμά προέτρεπε στην ελεημοσύνη, που είνε έμπρακτη αγάπη προς τον πλησίον. Συχνά καυτηρίαζε τη φιλαργυρία λέγοντας· «Ακούετε, αδελφοί μου, τι κακόν πράγμα είνε η φιλαργυρία;… Εκαταλάβατε, αδελφοί μου, το νόημα, όποιος έχει το πάθος της φιλαργυρίας τι παθαίνει; Παθαίνει καθώς έπαθε και ο Ιούδας» (Κ. 271). Ο φιλόλογος Ιωάννης Μενούνος, που εξέδωκε τις Διδαχές του αγίου Κοσμά μετά από πολυετή επιστημονική μελέτη, γράφει· «Η ταπείνωση, που την επαινεί, και η περηφάνεια, που την καταδικάζει, είναι ένα ακόμη από τα θέματά του. Νομίζω ότι η συχνή αναφορά του σ’ αυτό το σημείο γίνεται για να χτυπηθούν οι πλούσιοι καθώς και οι αγέρωχοι κοτσαμπάσηδες και να εξυψωθεί από το άλλο μέρος το φρόνημα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού που ζούσε φτωχικά» (Μ. 85).



Τέλος το ζήτημα της αργίας της Κυριακής, στο οποίο ο άγιος Κοσμάς επέμενε, τον έκανε μισητό στους Εβραίους. Με την επίδρασι του κηρύγματός του τα παζάρια έπαυσαν να γίνωνται Κυριακή -πράγμα που δείχνει και πόσο τον άκουγε ο λαός- και μεταφέρθηκαν το Σάββατο που οι Εβραίοι έχουν αργία. Αυτό όμως έπληττε τα συμφέροντά τους, και γι’ αυτό με τις διαβολές τους στους Τούρκους προκάλεσαν το μαρτυρικό θάνατο του. «Τις Κυριακές να μη δουλέψητε ολότελα. Μήτε να πωλήσετε μήτε να αγοράσητε, ούτε χωράφι ούτε αμπέλι να κοιτάζετε, μήτε να φωκαλίζετε τα αχούρια σας· μονάχα να διαβάζετε βιβλία, να μαθαίνετε το καλόν και το τέλος της ζωής μας, ότι όλοι θέλομεν αποθάνει καθώς το βλέπομεν καθ’ εκάστην» (Κ. 294).



Δεν πρέπει να παραλείψουμε την προσφορά του αγίου μας στην παιδεία του σκλαβωμένου Γένους. «Θερμός φίλος της μορφώσεως των Ελληνοπαίδων ήτο ο άγιος Κοσμάς», γράφει ο μητροπολίτης Αυγουστίνος. «Αλλ’ ως θεμέλιον της μορφώσεως αυτής έθετεν απαραιτήτως τον φόβον του Θεού, την καλλιέργειαν της ευσέβειας, της αρετής…» (Κ. 131, σημ. 25). Τα γράμματα τα έβλεπε άμεσα συνδεδεμένα με την πνευματική κατάρτισι και την εκκλησιαστική ζωή των Χριστιανών. «Καλύτερα», έλεγε, «να έχης εις την χώραν σου σχολείον ελληνικόν παρά να έχης βρύσες και ποταμούς, διατί η βρύσις ποτίζει το σώμα, το δε σχολείον ποτίζει την ψυχήν· το σχολείον ανοίγει τες εκκλησίες, το σχολείον ανοίγει τα μοναστήρια» (Μ. 142, 209).



Είνε γνωστό ότι με δική του μέριμνα, όπως δείχνουν και οι σωζόμενες επιστολές, ιδρύθηκαν στην υπόδουλη πατρίδα πλήθος σχολεία για στοιχειώδη και μέση εκπαίδευσι. Αυτά λειτουργούσαν υπό την επίβλεψι επιτρόπων, που διώριζε εκείνος κατά τόπους, και αυτά καλλιέργησαν τα γράμματα, τη χριστιανική πίστι και την εθνική συνείδησι. Επιμόνως συνιστούσε, να μιλούν όλοι ελληνικά, δημοσίως και κατ’ οίκον. Προκειμένου να πείση τους Έλληνες να σταματήσουν να μιλούν αρβανίτικα, φθάνει στο σημείο να πη τούτο τον τολμηρό λόγο· «Όποιος χριστιανός, άνδρας ή γυναίκα, υπόσχεται μέσα εις το σπίτι του να μην κουβεντιάζη αρβανίτικα, ας σηκωθή απάνου να μου το ειπή, και εγώ να πάρω όλα του τα αμαρτήματα εις τον λαιμόν μου από τον καιρόν όπου εγεννήθη έως τώρα, και να βάλω και όλους τους χριστιανούς να τον συγχωρέσουνε και να λάβη μίαν συγχώρεσιν, οπού, αν έδινε χιλιάδες πουγγιά, δεν την εματάβρισκε» (Μ. 207-8).



Μαζί με τη μέριμνά του για να έχουν οι υπόδουλοι σχολείο και δάσκαλο, ο άγιος Κοσμάς φρόντιζε και για τον ι. κλήρο. Διεζωγράφιζε το αγγελικό ύψος του λειτουργήματος της ιερωσύνης, την ασύγκριτη εξουσία του ιερέως να τελή τα ιερά μυστήρια και να συγχωρή αμαρτήματα, την απαιτουμένη καθαρότητά του, την άψογη προσωπική του ζωή και την υποδειγματική οικογενειακή του κατάστασι. Υπεδείκνυε κριτήρια για την επιλογή των καταλλήλων ως υποψηφίων για χειροτονία και την ανάγκη αυτοί να γνωρίζουν γράμματα.



Απέκλειε την αυτοπροβολή και τη σιμωνία. Στις ψυχές των κληρικών προσπαθούσε να αναζωπυρώνη το χάρισμα που είχαν λάβει, για να εκτελούν τη διακονία τους όχι ως αγγαρεία και βιοπορισμό αλλά με αγάπη στο ποίμνιό τους και όσο το δυνατόν περισσότερο αποδοτικά. Τους ήθελε φιλακόλουθους και εργατικούς, να λειτουργούν καθημερινώς. «Η αγία μας Εκκλησία», έλεγε, «είνε μία πηγή, και ποτίζει όλους τους διψασμένους· και πρέπει κάθε ημέραν να λειτουργούν οι ιερείς, διά να ευλογή ο Χριστός τους ανθρώπους και να φυλάγη την χώραν από πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» (Κ. 298). Ως προς την εγκυρότητα, τέλος, των μυστηρίων που τελούν οι ιερείς, ο άγιος Κοσμάς, χωρίς να δικαιολογή και να αμνηστεύη προσωπικά τους αμαρτήματα, την αποσυνδέει από αυτά και την θεωρεί δεδομένη, όπως δείχνει το γνωστό παράδειγμα της βρύσης και του ψόφιου σκύλου.



Ήταν, τέλος, οδηγός και στην πορεία του Γένους προς την εθνεγερσία. Σ’ αυτό συνέβαλε όχι με άμεση ή επιτελική ανάμειξι σε πολεμικές επιχειρήσεις ούτε με ρητές αναφορές και προτροπές επ’ αύτού, αλλά εμμέσως· με την καλλιέργεια της αυτοσυνειδησίας του Γένους, με την υπενθύμισι της αξίας της χριστιανικής ιδιότητος και προ παντός με το ξύπνημα του πόθου για πνευματική απελευθέρωσι από τα πάθη. Ο μελετητής του αγίου μας Ιωάννης Μενούνος γράφει επ’ αυτού·



«Φαίνεται ότι ο Αιτωλός ενθάρρυνε με προφητείες τους υπόδουλους Έλληνες και έκανε λόγο για την απελευθέρωση, “το ποθούμενο”, όπως έλεγε συγκαλυμμένα, καθώς και ότι πρόβλεπε πως οι Χριστιανοί θα κυνηγήσουν τους αντίχριστους ως την Κόκκινη Μηλιά… Υποστηρίχθηκε, χωρίς σοβαρή τεκμηρίωση, ότι ο Αιτωλός πήρε μέρος στην επανάσταση του 1770 και γενικά εμφανίζεται ως κήρυκας της εξεγέρσεως και της ελευθερίας. Το βέβαιο είναι ότι στις επιστολές δεν έγραψε και στις διδαχές δεν είπε τίποτα σχετικά, το αντίθετο μάλιστα, ενώ οι προφητείες κάνουν λόγο για απελευθέρωση στην τρίτη γενεά από την εποχή του. Φαίνεται δηλαδή πως συνιστούσε την υποταγή στην προσωρινή εξουσία των Τούρκων, πρόβλεπε όμως και προφήτευε την Επανάσταση στο μέλλον. Το βέβαιο είναι ότι οι διδαχές, καθώς και τα σχολεία που ίδρυσε, συγκράτησαν και τόνωσαν τη θρησκευτική και εθνική συνείδηση σ’ ένα μεγάλο μέρος των υποδούλων και μ’ αυτό τον τρόπο ο Κοσμάς έγινε πρόδρομος του ’21» (Μ. 86-7).



Μπορούμε να πούμε ότι, όπως το ευαγγελικό κήρυγμα του αποστόλου Παύλου, χωρίς να ωθή τους δούλους σε εξέγερσι κατά των κυρίων, κατήργησε ο¬ριστικά την κοινωνική δουλεία, έτσι και το αποστολικό κήρυγμα του αγίου Κοσμά, χωρίς να ωθή τους υπόδουλους Έλληνες να πάρουν αμέσως τα όπλα, ετοίμασε ουσιαστικά και θεμελίωσε βαθειά την εθνική τους απελευθέρωσι. Ο απόστολος Παύλος, διδάσκοντας κυρίους και δούλους ότι είνε αδελφοί εν Χριστώ, στην πραγματικότητα κατηύθυνε τη μεγαλύτερη κοινωνική επανάστασι· και ο άγιος Κοσμάς, οδηγώντας τους αδελφούς του στην εν Χριστώ ελευθερία από την άγνοια και τα πάθη, τους χάριζε πνευματική υπεροπλία με την οποία έφθασαν κατόπιν και στην εθνική ελευθερία. Γιατί οποίος δε νικά το μίσος και δεν υψώνεται στην αγάπη, δεν είνε άξιος της ελευθερίας. Το είπε και ο εθνικός ποιητής· «Εάν μισούνται ανάμεσό τους, δεν τους πρέπει ελευθεριά» (Διον. Σολωμού, Ύμνος εις την ελευθερίαν, στροφή 147).



Η μεγάλη δύναμις δεν είνε στα όπλα και στο μακελλειό· η μεγάλη δύναμις βρίσκεται στην προστασία του Θεού, την οποία απολαμβάνουν αυτοί που την ελπίδα τους έχουν μόνο σ’ αυτόν. Σε ένα χαρακτηριστικό σημείο των Διδαχών του ο άγιος Κοσμάς ανοίγει εποπτικό διάλογο και λέει- «Δώσετε μου ένα χαντζάρι. Σήκω απάνου η ευγένεια σου οπού βαστάς την πιστόλα. Εγώ τραβάω το μαχαίρι να σε σκοτώσω. Είπε την αλήθειαν: ο νους σου ευθύς που επήγε; -Εις την πιστόλα. -Αφερούμου, κάθισε. Σήκω εσύ οπού δεν βαστάς άρματα. Θέλω να σε σκοτώσω. Είπε μου, τώρα οπού δεν βαστάς άρματα, ο νους σου που επήγε; -Εις τον Θεόν, άγιε του Θεού.



-Λοιπόν έτσι και η ευγένεια σας πάντοτε την ελπίδα σας εις τον Θεόν να την έχετε και έτσι δεν φοβάσθε να πάθετε κανένα κακόν» (Μ. 272-3). Και αλλού λέει επίσης· «Ένας άνθρωπος, αδελφοί μου, οπού φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται σοφός και δεν φοβείται όλον τον κόσμον· άλλος πάλιν, οπού δεν φυλάγει τα προστάγματα του Θεού, γίνεται μωρός, φοβείται και από τον ίσκιον του, ας είνε και βασιλεύς να ορίζη όλον τον κόσμον» (Κ. 125). «Όστις έχει τον Χριστόν μέσα εις την καρδίαν του, δεν φοβείται όλον τον κόσμον. Ανίσως θέλωμεν και ημείς να μη φοβούμεθα μήτε ανθρώπους μήτε δαίμονας, να έχωμεν τον Θεόν εις την καρδίαν μας» (Κ. 143). «Όστις έχει πίστιν εις τον Χριστόν μας και είνε καθαρός δεν παθαίνει κανέν κακόν» (Κ. 159).



Καλλιεργώντας λοιπόν την αγάπη, την πίστι και την ελπίδα στο Θεό, θωράκιζε τις ψυχές, ώπλιζε το φρόνημα, φώτιζε το νου και ενίσχυε τη θέλησι. Έτσι ετοίμασε, μακροπροθέσμως και με υπομονή, το έδαφος για την παλιγγενεσία. Όπως σημειώνει ο επίσκοπος Αυγουστίνος, οι προφητείες του αγίου Κοσμά, ιδίως οι αναφερόμενες στην απελευθέρωσι του Γένους, «εξήσκουν τεραστίαν επίδρασιν επί των πνευμάτων των υποδούλων, ανεπτέρωνον το ηθικόν αυτών και ως ζωγόνος ήλιος ελπίδων κατηύγαζον το Πανελλήνιον. Είνε δε γεγονός ότι οι ήρωες του 1821 ενεθαρρύνοντο εις τον υπέρ όλων αγώνα ενθυμούμενοι τάς προφητείας του Αγίου, και προς τον Θεόν της δικαιοσύνης απευθυνόμενοι τας πρεσβείας του αγίου Κοσμά επεκαλούντο διά την νικηφόρον έκβασιν του απελευθερωτικού των αγώνος, ως δεικνύει το δίστιχον τούτο·



“Βοήθα μας, άι Γιώργη, και συ, άγιε Κοσμά, να πάρουμε την Πόλι και την Άγια – Σοφιά”»



(Κ. 335).



Μέ ποιους τρόπους τώρα ο άγιος Κοσμάς ωδήγησε το Γένος στην αναγεννητική πορεία του; Πρώτα-πρώτα με το παράδειγμα της ζωής του, που την χαρακτήριζε η αγάπη για το Θεό και τον αδελφό, και την οποία βεβαίωνε με την αυταπάρνησί του. Έπειτα με το χαριτωμένο λόγο και την απλή διδαχή του. «Εκήρυττε τόσον απλά, ώστε και ένα παιδί ακόμη ηδύνατο να εννοήση.



Εκήρυττε με συναίσθησιν. Εκήρυττε με δάκρυα. Εκήρυττε κάτω από την σκιάν του Σταυρού. Έκοπτε τον πνευματικόν άρτον εις μικρά τεμάχια και τον διένεμεν εις όλους, όπως ο ιερεύς με το άγιον κοχλιάριον μεταδίδει την θείαν Κοινωνίαν, το τίμιον Σώμα και Αίμα του Κυρίου. Όντως ιερουργίαν επετέλει κηρύττων το Ευαγγέλιον» (Κ. 38). Ως προς τον χρόνο, το σχέδιο και το περιεχόμενο των διδαχών, ο Ιωάννης Μενούνος λέει· «Το κήρυγμα γινόταν πρωινές ή βραδινές ώρες, πριν δηλαδή οι, χωρικοί συνήθως, ακροατές του αρχίσουν τις εργασίες τους ή μετά την επιστροφή από αυτές… Η πρώτη διδαχή γινόταν βράδυ. Θέμα της ήταν η δημιουργία των αγγέλων και του υλικού κόσμου, η πτώση των Πρωτοπλάστων, η έξωσή τους από τον Παράδεισο και η τιμωρία τους τόσο εδώ στη γη όσο και, μετά το θάνατο τους, στον άλλο κόσμο. Το πρωί που ακολουθούσε διδασκόταν η δεύτερη διδαχή. Περιεχόμενο της η διήγηση για τη γέννηση και τη ζωή της Παναγίας, η γέννηση και η ζωή του Χριστού ως τη Μ. Πέμπτη, η προδοσία και αυτοκτονία του Ιούδα. Το δεύτερο τέλος βράδυ ο Κοσμάς κήρυττε την τρίτη διδαχή. Το θέμα τώρα ήταν η Ανάσταση, το έργο των αποστόλων και η εξάπλωση της χριστιανικής πίστης με κατάληξη τη Δευτέρα Παρουσία, όπου οι αμαρτωλοί τιμωρούνται και οι δίκαιοι αμείβονται. Με τους τρεις αυτούς τύπους διδαχών παρουσιαζόταν ολοκληρωμένη η ιστορία κατά τη χριστιανική διδασκαλία, που αρχίζει από τη δημιουργία του πνευματικού και υλικού κόσμου και καταλήγει στη “συντέλεια του αιώνος”» (Μ. 91-2). Το κήρυγμά του ο άγιος ζωντάνευε συχνά και με την προσωπική επικοινωνία ανοίγοντας διάλογο, όπως είδαμε ανωτέρω.



Γι’ αυτούς τέλος που ήταν μακριά του χρησιμοποιούσε και την αλληλογραφία απευθύνοντάς τους επιστολές, εκ των οποίων σώζονται αρκετές.



Μετά από αυτά ευνόητο είνε το πώς τον έβλεπε ο λαός. Ενώ οι Εβραίοι τον μισούσαν και οι Τούρκοι μόλις τον ανέχονταν, ο απλός λαός τον εμπιστευόταν, ενθουσιαζόταν, κρεμόταν απ’ το στόμα του και τον ακολουθούσε.



Γιατί; Διότι στάθηκε δίπλα στο λαό, όταν άλλοι είχαν φύγει μακριά του στη Δύσι. Ένιωσε τον πόνο και την ανάγκη του. Δεν εκώφευσε. Συγκακουχήθηκε και συγκακοπάθησε με τα σκλαβωμένα παιδιά του.



«Είχε σπλάγχνα πατρικά. Επόνει, συνέπασχε, συνεσταυρούτο με τον καθημερινώς σταυρούμενον επί μυριάδων σταυρών λαόν του Κυρίου. Ησθάνετο τας ανάγκας των χριστιανών, υλικάς και πνευματικάς, ως ιδίας ανάγκας, συνελάμβανε τους ήχους των πόνων των δυστυχούντων της εποχής και, συγκεκινημένος ο ίδιος εκ της θέας της ανθρωπίνης δυστυχίας, με τέχνην ωμίλει, έπληττε τας χορδάς των καρδιών των ακροατών του, προεκάλει την συμπάθειαν, διήγειρεν όσον ουδείς άλλος τα φιλάνθρωπα αισθήματα και με γιγαντιαίαν δύναμιν, την δύναμιν της θείας χάριτος, ώθει τον λαόν προς έργα κοινής αγαθοεργίας. Και τι δεν έπραξεν υπέρ του Γένους ο κοινωφελέστατος ούτος άνθρωπος!» (Κ. 42-3). Δίδαξε τρόπο ζωής και συμπεριφοράς, οικογενειακή αγωγή, αγωγή πολίτου, οικολογική αγωγή, πολιτιστική αγωγή, τα πάντα.



Αν σήμερα η διδαχή του βρίσκη τόση ανταπόκρισι και μιλάη τόσο ζωντανά σ’ εμάς, φαντάζεται κανείς τι απήχησι είχε στους προγόνους και προπάτορές μας. Σαν ποθητή βροχή έπεφταν τα λόγια του και σαν διψασμένη γη τα ρουφούσαν οι ψυχές τους. Μετά τον απόστολο Παύλο και τον ι. Χρυσόστομο μπορούμε να πούμε ότι ο άγιος Κοσμάς είνε εκείνος που μίλησε και μιλάει στην καρδιά του λαού μας. Είνε πράγματι «ο Γέροντας του Γένους».



Δ’.



Αν το Γένος μας ξεχάση τις υποθήκες του αγίου Κοσμά, του Γέροντός του, θα διαπράξη μεγάλη αμαρτία και το περιμένουν δεινά παθήματα, ταλαιπωρίες και τιμωρίες. Αν τις φυλάξη, εκείνος θα συνεχίση να το οδηγή στον ασφαλή δρόμο. Διότι και σήμερα ο λαός μας έχει ανάγκη από Γέροντα, πνευματικό οδηγό και ένθεο εμπνευστή. Οι ορθολογισταί, οι οπαδοί της χειραφετήσεως και του απογαλακτισμού από την Εκκλησία, οι κήρυκες του εχθρικού χωρισμού κράτους και εκκλησίας και θιασώται του μοντέλου ενός λαϊκού κράτους μπορεί να διαφωνούν. Η άποψί τους όμως δεν βρίσκει ιστορική επιβεβαίωσι. Η ιστορία αντιθέτως μαρτυρεί ότι, όσες φορές ο λαός ελεήθηκε από το Θεό ώστε να έχη μπροστά του τέτοια αναστήματα, βγήκε από τον κλοιό, φωτίστηκε, ωρθοπόδησε, ανυψώθηκε, μεγαλούργησε.



[ι. μονή Αγ. Κοσμά του Αιτωλού Αρναίας - Χαλκιδικής



Κυριακή 23 Αυγούστου 2009]



Συντομογραφίες πηγών



Κ. = Κοσμάς ο Αιτωλός (1714-1779) – Συναξάριον -Διδαχαί – Προφητείαι – Ακολουθία, Πρόλογος – σημειώ-σεις επισκόπου Αυγουστίνου Ν. Καντιώτου μητροπολίτου Φλωρίνης, εκδ. «Σταυρός», Αθήναι 200526 (σσ. 426).



Μ. = Ιωάννου Β. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού Διδαχές – Φιλολογική μελέτη – Κείμενα, εκδ. «Τήνος», Αθήνα 1979 (σσ. 319).



Απολυτίκιον



Ήχος γ’. Θείας πίστεως.



Θείας πίστεως, διδασκαλία, κατεκόσμησας, την Εκκλησίαν, ζηλωτής των Αποστόλων γενόμενος· και κατασπείρας τα θεία διδάγματα, μαρτυρικώς τον αγώνα ετέλεσας, Κοσμά ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.



Κοντάκιον



Ήχος δ’. Επεφάνης σήμερον.



Ως φωστήρ νεόφωτος την Έκκλησίαν, καταυγάζεις άπασαν, Ευαγγελίου διδαχαίς, Κοσμά Χριστού Ισαπόστολε· διό αξίως γεραίρει την μνήμην σου.



Μεγαλυνάριον



Ως ο Παύλος πάτερ περιελθών, πόλεις και χωρία, ταις καρδίαις των ευσεβών πίστεως την φλόγα, ανήψας της αγίας, και έφλεξας της πλάνης, άπαν ζιζάνιον.



ΕΚΔΟΣΕΙΣ «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ» ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ



Πηγή: http://www.impantokratoros.gr/lg-agios-kosmas.el.aspx

Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος για τον μακαριστό Φλωρίνης κυρό Αυγουστίνο Καντιώτη .

Ο Μητροπολίτης Γόρτυνος για τον μακαριστό Φλωρίνης κυρό Αυγουστίνο Καντιώτη

  Σήμερα, αδελφοί μου χριστιανοί, τελούμε μνημόσυνο του πνευματικού ημών πατρός και διδασκάλου, Επισκόπου πατρός Αυγουστίνου. Ο καλός ποιμήν της Επαρχίας αυτής, Μητροπολίτης πατήρ Θεόκλητος, όρισε την ταπεινότητά μου να ομιλήσω.





Το θέμα της ομιλίας μου θα είναι η μορφή του πατρός Αυγουστίνου.

Παρά την δυσκολία μου, διότι εγώ δεν υπήρξα πιστό τέκνο του Γέροντος και παρά το ότι θα ομιλήσω σε σας που γνωρίζετε κάλλιον εμού τον πατέρα Αυγουστίνο και παρά την τρίτη ακόμη δυσκολία ότι εκείνος ομιλεί καλώς περί ενός προσώπου, που έχει τα χαρίσματα του προσώπου αυτού, διότι ο άγιος καταλαβαίνει τον άγιο, όμως δι᾽ ευχών του Ποιμενάρχου πατρός και των άλλων Αρχιερέων και πατέρων ιερέων, αλλά και όλων υμών, θα τολμήσω, αδελφοί μου χριστιανοί, να ομιλήσω περί της ιεράς μορφής του πατρός Αυγουστίνου, του νεωτέρου αυτού πατρός και διδασκάλου της Εκκλησίας μας.



2.(α) Ο πατήρ Αυγουστίνος, όπως τον εγνώρισα κατά την μαθητεία μου παρ᾽ Αυτώ, αγαπούσε πολύ, μά πάρα πολύ αγαπούσε, τον λόγο του Θεού, το ιερό κήρυγμα. Πίστευε το κήρυγμα ως ιερουργία και κηρύττοντας ένοιωθε ο ακροατής του ότι αυτός ο κήρυκας ζει ένα μυστήριο, ότι η καρδιά του πάσχει και ότι συνέχεται ολόκληρος από αυτά τα οποία κηρύττει. Πίστευε ως πανίσχυρο και παντοδύναμο τον λόγο του Θεού ο πατήρ Αυγουστίνος, όπως έτσι τον παριστάνει κάπου ο προφήτης Αμώς:



«Ο Κύριος ελάλησε», λέγει ο προφήτης• «μαραίνονται τα βοσκοτόπια και ξηραίνεται η κορυφή του καρμήλου» (1, 2).



(β) Ερωτώντας μας, όπως συνήθιζε να κάνει, για να διαγνώσει αν μελετούμε την Αγία Γραφή, μας έλεγε να του πούμε ποιές είναι οι εικόνες του λόγου του Θεού στην Αγία Γραφή. Και ήθελε ιδιαιτέρως να του λέγουμε απέξω εκείνο το χωρίο του αποστόλου Παύλου της προς Εβραίους επιστολής του, στο 4ο κεφ. στον 12 στίχ., ότι ο λόγος του Θεού ομοιάζει με μάχαιρα: «Ζών γαρ ο λόγος του Θεού και ενεργής και τομώτερος υπέρ πάσαν μάχαιραν δίστομον και διικνούμενος άχρι μερισμού ψυχής τε και πνεύματος, αρμών τε και μυελών και κριτικός ενθυμήσεων και εννοιών καρδίας» (στίχ. 12).



Την Αγία Γραφή ο πατήρ Αυγουστίνος την ήθελε ως το κύριο ανάγνωσμα των χριστιανών, ιδιαίτερα δε των κληρικών και των φοιτητών θεολογίας, των κηρύκων του θείου λόγου. Γι᾽ αυτό και συνεχώς και επίμονα μας έλεγε να μελετούμε την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και έλεγε ωραία χωρία και από τις δύο αυτές Διαθήκες, ρωτώντας μας έπειτα πού, σε ποιό βιβλίο της Αγίας Γραφής, ευρίσκονται τα χωρία αυτά. Πόσο ταρασσόταν, θυμάμαι, όταν μας συνελάμβανε αγνοούντας την Αγία Γραφή και μας έλεγε με θυμό: «Τι θεολόγοι θα γίνετε εσείς, τί κήρυκες του λόγου του Θεού θα γίνετε, αφού δεν ξέρετε την Αγία Γραφή;». Η οργή αυτή του αγίου Γέροντος ήταν προφητική, διότι έβλεπε με το ενοικούν εις αυτόν Πνεύμα το σημερινό κατάντημά μας, όπου όχι μόνο από το κήρυγμα, αλλά και από την όλη ποιμαντική της Εκκλησίας έφυγε η βιβλική θεολογία. Και οι χριστιανοί μας σήμερα διαβάζουν άλλα βιβλία, θρησκευτικά βέβαια βιβλία και περιοδικά, αλλά όχι αυτήν ταύτην την Αγίαν Γραφήν.



3. (α) Τήν Αγία Γραφή ο πατήρ Αυγουστίνος την ήθελε με την ορθόδοξη ερμηνεία της, που την κάνουν οι άγιοι Πατέρες. Γι᾽ αυτό, όπως ενθυμούμαι, δεν μιλούσε μόνο για την αγάπη στην Αγία Γραφή, αλλά και για την μελέτη των Αγίων Πατέρων. Συχνά έλεγε τον λόγο, «ὁ θεολόγος γεννάται εις τας Γραφάς, όπως αυτάς ηρμήνευσαν οι άγιοι Πατέρες»! Είχε δε στο νου και στην καρδιά του δυνατή την επιθυμία να δημιουργήσει μια σχολή πατερικών μελετών στον άγιο Σάββα στην Κάζα και θυμάμαι ότι με απειλούσε λέγοντάς μου: «Εκεί θα σε κλειδώσω εσένα»! Η χειροτονία του όμως σε Επίσκοπο του ανέκοψε την ωραία του αυτή επιθυμία.



(β) Εξ όλων των Πατέρων ο Σεβασμιώτατος Γέροντας αγαπούσε, υπεραγαπούσε, τον ιερό Χρυσόστομο. Δεν εκοιμάτο, αν δεν έπινε «μια κούπα γάλα» από τον Χρυσόστομο, όπως συνήθιζε να λέγει. «Αλλ᾽ ω Χρυσόστομε, δεν θέλω να σ᾽ αφήσω», έλεγε άλλοτε. Ο δε μακαριστός πατήρ Επιφάνιος, άλλος αυτός ιερώτατος πατήρ και σεπτός Γέροντας, έλεγε για τον πατέρα Αυγουστίνο ότι είναι «επιμελέστατος μαθητής του ιερού Χρυσοστόμου».



4. Ως γνώστης της Αγίας Γραφής και των αγίων Πατέρων ο πατήρ Αυγουστίνος ήταν θεολόγος. Αγαπούσε ο Γέροντας την θεολογία και τις θεολογικές μελέτες και ετέρπετο και εθέλγετο, όταν συζητούσε για θεολογικά θέματα. Και απαιτούσε οι θεολόγοι να καταγίνονται με τοιαύτα θέματα. Αντίθετα ταρασσόταν και οργιζόταν όταν έβλεπε τους πτυχιούχους θεολόγους να είναι αδιάφοροι για τα θεολογικά γράμματα, μη έχοντας την επιθυμία να διαβάσουν Αγία Γραφή και Αγίους Πατέρες, και είπε, ενθυμούμαι κάποτε, στους μη θεολόγους μέλη της αδελφότητας: «αν βλέπετε θεολόγους να φλυαρούν και να χάνουν τον καιρό τους σε αδιάφορα πράγματα, να παίρνετε ένα ξύλο και να τους χτυπάτε. Σας το λέγω εγώ ο Αυγουστίνος»!



5. Δεν ήθελε όμως την θεολογία ο πατήρ Αυγουστίνος ως απράγμονα και επαγγελματική ή επιστημονική. Θυμάμαι, όταν φοιτητής της θεολογίας, διάβαζα κάποτε την Αγία Γραφή, μου είπε: «Τώρα πώς την διαβάζεις την Αγία Γραφή, για επιστημονικό λόγο ή για την ωφέλεια της ψυχής σου;». Ήθελε την θεολογία πάσχουσα για τον ευαγγελισμό των ψυχών• ήθελε να είναι μιά θεολογία ιεραποστολική και αγωνιζομένη και μαχομένη, για να κυριαρχήσει ο Χριστός, για να έρθει η Χριστοκρατία στην κοινωνία των ανθρώπων. Πολλές φορές μας έλεγε και επανελάμβανε: «Θεολογία η οποία δεν μάχεται να κατισχύσει το Ευαγγέλιο του Χριστού, είναι σατανική»! Και μας προέτρεπε, εμάς τους νεωτέρους τότε, να αποδείξουμε «ότι η θεολογία μάχεται και δεν είναι σατανική»!



6. (α) Αφού ο πατήρ Αυγουστίνος ήθελε αγωνιστική και πάσχουσα την θεολογία, ήθελε οι κληρικοί ιδιαίτερα και οι κήρυκες του θείου λόγου να έχουν πνεύμα θυσιαστικό και να καλλιεργούν μέσα τους τον πόθο για το μαρτύριο. Συχνά μας τόνιζε ο μακαριστός Γέροντας την αλήθεια αυτή σε ’μας τους φοιτητάς που ποθούσαμε το κήρυγμα. «Τότε θα είμαστε σωστοί ιεροκήρυκες», μας έλεγε, «όταν θα είμαστε έτοιμοι να πεθάνουμε γι᾽ αυτά που κηρύττουμε». Συχνά δε μας επανελάμβανε τον ωραίο αυτό λόγο του ιερού Χρυσοστόμου: «Το κήρυγμα δείται ανδρός γενναίου, φερεπόνου και ετοίμου προς θάνατον»! Και επίσης μας ετόνιζε εκείνο το «κακοπάθησον» του αποστόλου Παύλου προς τον μαθητή του Τιμόθεο (Β´ Τιμ. 2, 3) και μας συνιστούσε να το ζήσουμε σαν κήρυκες του λόγου του Θεού, αν θέλουμε να είμαστε καλοί ιεροκήρυκες. Μας έλεγε δε και το άλλο, το ωραίο εκείνο ιεραποστολικό δίστιχο: Να μη ζητάμε, μας έλεγε, από την Εκκλησία δόξες και τιμές και απολαύσεις, αλλά να ζητάμε «ένα βαρύ σταυρό, κομμάτι κρίθινο ψωμί και μακρυνόνε δρόμο»! Μας πρόβαλε δε ο πατήρ Αυγουστίνος σαν ένα τέτοιον πάσχοντα ιεροκήρυκα τον Παπουλάκο, που για την μαρτυρία του Ιησού Χριστού έφθασε μέχρι το δικαστήριο. Στον πατέρα Αυγουστίνο άρεσε πολύ η σκηνή του παπουλάκου στο δικαστήριο. Ο άθεος δικαστής του είπε με αυθάδεια:



«Δικηγόρο έχεις;». Και ο Παπουλάκος απάντησε με φωνή που έσεισε όλο το δικαστήριο: «Δικηγόρο –είπε- που θα με αθωώσει την ημέρα της Κρίσεως, διορίζω τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν»!!!



(β) Για να γίνουμε τοιούτοι κήρυκες του λόγου του Θεού, κήρυκες δηλαδή που να μην αρνηθούμε και το μαρτύριο, όταν μας λάχει, μας μάθαινε και μας κατάρτιζε ο πατήρ Αυγουστίνος να ζούμε από νεαροί ασκητικά, να μην αγαπούμε δηλαδή την άνεση και την καλοπέραση. Και ως παραδείγματα για το μάθημα αυτό μας έφερνε όχι μόνο από τους ασκητές και μάρτυρες της Εκλησίας μας, αλλά και από τους αγωνιστές της πατρίδος. «Καλό βόλι», μας έλεγε, «έλεγαν ο ένας στον άλλο οι στρατιώτες στον πόλεμο»! «Οι στρατιώτες στην Αλβανία –μας έλεγε άλλοτε- έτρωγαν κούμαρα• και όταν φυλάγαν σκοπιά, επειδή είχαν ημερόνυχτα να κοιμηθούν, με βελόνες κεντούσαν το κορμί τους για να μένουν άγρυπνοι». Του άρεσε δε το εθνικό τραγούδι:



«Μαύρη ειν’ η νύχτα στα βουνά, στους βράχους πέφτει χιόνι»! Και τον είδα να συνταράσσεται και να δακρύζει, όταν ο τότε διευθυντής του οικοτροφείου μας και νυν Μητροπολίτης της Φλώρινας πατήρ Θεόκλητος τραγουδούσε με την από τότε καλλικέλαδο φωνή του: «Τον έσφαξαν τον Γρεβενών, τον άφοβο Δεσπότη, τον έσφαξαν τον άξιο του γένους πατριώτη». Με τέτοια παραδείγματα ασκητικότητας και κακοπέρασης ο πατήρ Αυγουστίνος ήθελε να μας διδάξει κι εμείς, ως κληρικοί και κήρυκες του Ευαγγελίου, να ζούμε ασκητικά και να μη σκανδαλίζουμε τον λαό με την καλοπέραση και την άνετη ζωή.



7. Τέλος, αδελφοί μου χριστιανοί, θέλω νας σας πώ δύο σύντομους λόγους του πατρός Αυγουστίνου από τα κηρύγματά του, που εκφράζουν την ψυχή του και που με εντυπωσίασαν ιδιαίτερα όταν τους άκουσα.



(α) Σε κάποιο εσπερινό κήρυγμά του στον άγιο Κωνσταντίνο Ομονοίας, κατά το 1960, νομίζω, οργισμένος για το μελετώμενο από την κυβέρνηση κακό να στήσουν το άγαλμα του Ποσειδώνα στο λιμάνι του Πειραιά είπε στο πολυπληθέστατο ακροατήριο: «Το ακούσατε το άλλο; Έρχονται τα καράβια από μακρυά στο λιμάνι της πατρίδας μας. Και αντί να βλέπουν ερχόμενα την εικόνα της Παναγιάς και του αγίου Νικολάου, θέλουν να στήσουν το άγαλμα του Ποσειδώνα, του ψεύτικου θεού της αρχαιότητας. Εάν κάνουν κάτι τέτοιο, θα πάρω εκατό νέους και θα το τινάξουμε στον αέρα»!!! Όλο το ακροατήριο, θυμάμαι, ξέσπασε συγκινημένο σε ηχηρά χειροκτοτήματα. Που᾽ σαι πάτερ Αυγουστίνε τώρα, να φωνάξεις και να μας φανατίσεις και να μας συγκεντρώσεις όλους, για να κονιορτοποιήσουμαι τα σύγχρονα ειδωλολατρικά κατασκευάσματα που έκαναν και μελετούν και άλλα να μας κάνουν στην πατρίδα μας. Χριστιανοί μου, πατήρ Αυγουστίνος «απήν». Αλλά λέγει κάπου ο Χρυσόστομος, «καν Παύλος απήν, το Πνεύμα παρήν»! Και αυτό το Άγιο Πνεύμα που ανέδειξε στην Εκκλησία πατέρα Αυγουστίνο, με την ευχή αυτού, από τα νέα παιδιά, από την νέα γενεά, θα δώσει ο Χριστός και η Παναγιά να βγούν ιερείς και αρχιερείς με το πνεύμα του πατρός Αυγουστίνου.



(β) Και ένα άλλο δυνατό λόγο του Γέροντος θέλω να πω τελειώνοντας. Επηρεασμένος φαίνεται ο πατήρ Αυγουστίνος από το παιχνίδι «πατώ», που θα το έπαιζαν και στα δικά του παιδικά χρόνια, είπε κάποτε σφραγίζοντας ένα κήρυγμά του: «Τον κόσμο πατώ, τον κόσμο πατώ, το Ευαγγέλιο δεν το πατώ».



Για τον πατέρα Αυγουστίνο η κρίση του αμαρτωλού κόσμου ήταν σαν ένα βρωμερό πουκάμισο, που πρέπει κανείς να το βγάλει από πάνω του και να το πετάξει στο ρέμα.



«Τον κόσμο πατώ, το Ευαγγέλιο δεν το πατώ»! Αυτός ήταν ο πατήρ Αυγουστίνος, ο σωστός αγωνιστής Ιεράρχης. Ας έχουμε την ευχή Του και προσωπικώς του ζητώ συγγνώμην εις ό,τι τον ελύπησα.





Αναρτήθηκε από τη συνοδοιπορία

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

122 προφητείες του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού.


VatopaidiFriend



Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Φορητή εικόνα στο χωριό Κολικόντασι της Βορείου Ηπείρου (19ος αιώνας), όπου ο άγιος μαρτύρησε. Από το βιβλίο "Οι Άγιοι του Αγίου Όρους" του Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου (εκδ. Μυγδονία).

Από το βιβλίο “Κοσμάς ο Αιτωλός” του Μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγ. Καντιώτη, εκδ. Ορθοδόξου Ιεραποστολικής Αδελφότητας “Ο Σταυρός”.



Προσέξετε εκείνες που βάλαμε με έντονα γράμματα.



1. “Αυτό μιά μέρα θά γίνη Ρωμαίικο καί καλότυχος όποιος ζήση σέ κείνο τό βασίλειο.”



(Συνήθιζε νά λέγη εις διάφορα μέρη τής υποδούλου Ελλάδος, τά οποία μετά ταύτα απηλευθερώθησαν)



2. “Ω ευλογημένο βουνό, πόσες ψυχές γυναικόπαιδα θά σώσης όταν έλθουν τά χαλεπά χρόνια ! “



(Είπε τήν προφητείαν αυτήν εν Σιατίστη καί αλλαχού αντικρύζων τά βουνά, τά οποία κατά τούς χρόνους τής Ελληνικής Επαναστάσεως έγιναν κρησφύγετα τών γυναικοπαίδων).



3. “Καλότυχοι σείς, οι οποίοι ευρέθητε εδώ πάνω εις τά ψηλά βουνά, διότι αυτά θά σάς φυλάξουν από πολλά δεινά. Θά ακούτε καί δέν θά βλέπετε τόν κίνδυνο. Τρείς ώρες ή τρείς μέρες θά υποφέρετε.”



(Ελέχθη είς τήν περιφέρειαν Σιατίστης)

4. “Τό ποθούμενο θά γίνη στήν τρίτη γενεά. Θά τό ιδούν τά εγγόνια σας. “



(Ελέχθη εν Χειμάρρα – Η σπουδαιοτάτη αύτη προφητεία τού Αγίου, η οποία έτρεφε τήν γλυκυτέραν ελπίδα τού υποδούλου Γένους, έλαβε καταπληκτικήν επαλήθευσιν. Διότι οι χρόνοι τής απελευθερώσεως τού Έθνους είναι πράγματι η τρίτη γενεά από τών χρόνων πού προεφήτευσεν αυτήν ό ‘Aγιος, καθόσον, ώς γνωστόν, εκάστη γενεά υπολογίζεται εις 25 έτη)



5. “Θάρθη καιρός νά σάς πάρουν οι εχθροί σας καί τή στάχτη από τή φωτιά, αλλά σείς νά μήν αλλάξετε τήν πίστι σας, όπως θά κάμνουν οί άλλοι. “



(Ελέχθη εν Σιατίστη)



6. Σάς λυπάμαι γιά τήν περηφάνεια, οπού έχετε. Τό ποδάρι μου εδώ δέν θά ξαναπατήση. Καί εάν δέν αφήσετε αυτά τά πράγματα πού κάνετε, τήν αυθαιρεσία καί ληστεία, θά καταστραφήτε. Σέ κείνο τό κλαρί, πού κρεμάτε τά σπαθιά σας, θάρθή μιά μέρα πού θά κρεμάσουν οί γύφτοι τά όργανά τους. “



(Ελέχθη εις τό χωρίον ‘Aγιος Δονάτος Σουλίου)



7. “Θάρθουν οι κόκκινοι σκούφοι κι ύστερα οι ‘Aγγλοι επί 54 χρόνια, καί κατόπιν θά γίνη Ρωμαίικο.”



(Ελέχθη εν Κεφαλληνία περί τής απελευθερώσεως τής Επτανήσου – “Κόκκινοι σκούφοι” ονομάζονται οι Γάλλοι στρατιώται ως εκ τού χρώματος τών καλυμμάτων τής κεφαλής κατά τούς ναπολεοντείους χρόνους. Η προφητεία αύτη εύρε καταπληκτικήν εκπλήρωσιν. Διότι μετά τούς Ενετούς εις τήν Επτάνησον εγκατεστάθησαν οι Γάλλοι, καί μετά τήν αναχώρησιν τούτων ήλθον οι ‘Aγγλοι, τών οποίων η παραμονή διήρκεσε 54 έτη, δηλαδή όσα καί προεφήτευσεν ο ‘Aγιος. Τώ 1810 κατέλαβον ουσιαστικώς οι ‘Aγγλοι τήν Επτάνησον (εκτός τής Κερκύρας, η οποία παρεδόθη τώ 1815 είς τόν Κάμπελλ), καί τώ 1864 παρέδωκαν αυτήν είς τήν Ελλάδα.)



8. “Τά όρια τού Ρωμαίικου θάνε η Βωβούσα (ο ποταμός Αώος) “.



(Ελέχθη εν Παλαιά ‘Aρτη)



9. “Εκείθε θάρθη τό Ρωμαίικο”.



(Τήν προφητείαν ταύτην είπεν ο ‘Aγιος εν Πρεβέζη δεικνύων τό μέρος τής Στερεάς, από τό οποίον θά προήρχετο ο στρατός τής ελευθερίας. Ή προφητεία επραγματοποιήθη τώ 1912).



10. “Τά βάσανα είναι ακόμη πολλά. Θυμηθήτε τά λόγια μου · προσεύχεσθε, ενεργείτε καί υπομένετε στερεά. Έως ότου νά κλείση αυτή η πληγή τού πλατάνου, τό χωριό σας θάνε σκλαβωμένο καί δυστυχισμένο”.



(Ελέχθη είς Τσαραπλανά, τό σημερινόν Βασιλικόν τής Ηπείρου. Η πληγή τού πλατάνου έκλεισε τώ 1912, έτος απελευθερώσεως τής Ηπείρου)



11. “Πότε θαρθή τό ποθούμενον; ” ηρώτησαν τόν ‘Aγιον εις Τσαραπλανά τής Ηπείρου. “Όταν σμίξουν αυτά”, απήντησεν ο ‘Aγιος δεικνύων δύο δενδρύλλια.



(Τά δενδρύλλια εμεγάλωσαν, επάχυναν καί έσμιξαν τώ 1912)



12. “Τό ποθούμενον θά έρθη όταν θαρθούν δύο πασχαλιές μαζί”.



(Πράγματι τώ 1912 αι εορταί Ευαγγελισμού καί Πάσχα συνέπεσαν)



13. “‘Aμα κλείση τό δένδρον καί κλεισθή μέσα τό παλούκι, τότε θά έλθη τό ποθούμενον. Θά γίνη κάποιο σημάδι καί νά μή φοβηθήτε. Νά πηγαίνετε βασίλεμα ηλιού σ εκείνα τά βουνά (τής Ομάλιας καί τής Μερόπης), όπου θά γλυτώσουν πολλές ψυχές. Μαζί σας μή πάρετε τίποτε, μόνον τίς ψυχές σας νά γλυτώσετε. Καί δέν θά βαστάξη τό κακό περισσότερο από 24 ώρες”.



14. “Τά χωριά τού κάμπου θά πάθουν χαλάστρα, ενώ στίς ποδιές τού Κισσάβου θά κοιμηθούν σκλάβοι καί θά ξυπνήσουν ελεύθεροι”.



(Ελέχθη εν Λαρίση)



15. “‘Aν τό κυπαρίσσι αυτό ξεραθή από τήν κορυφή, η Ελλάς θά ελευθερωθή· άν ξεραθή από κάτω, δέν θά ελευθερωθή”.



(Ελέχθη εν Ζελενίτσα (Πρασιά) τής Ευρυτανίας)



16. “Μέ δυσκολία θάρθη”



(Εννοείται τό ποθούμενον)



17. “Όταν θά ιδήτε τό χιλιάρμενο στήν ‘Aσπρη Θάλασσα, τότε θάρθη”.



18. “Οταν θά ιδήτε τό χιλιάρμενο στά ελληνικά νερά, τότε θάρθη”.



19. “Όταν θά ιδήτε τό χιλιάρμενο στά ελληνικά ύδατα, τότε θά λυθή τό ζήτημα τής Πόλης”



20. “Θάρθη ξαφνικά. Νά έχετε ένα σακκούλι σιτάρι κρεμασμένο στή θύρα. Αυτό θά σάς εμποδίση φεύγοντας. Μή τό αφήσετε. Νά τό πάρετε μαζί σας, γιά νά φάνε τά παιδια σας”.



21. Στήν Αυλώνα θά γίνη χαλασμός. Θά έλθουν στρατεύματα νά ελευθερώσουν τόν τόπο”.



22. “Στό Μπουκορμέ θά χυθή πολύ αίμα”.



23. “Όταν ακούετε ότι ο πόλεμος άρχισε, τότε κοντά είναι”.



24. “Όσα χωριά είναι κοντά σέ δρόμο πολλά θά τραβήξουν”.



25. “Η Δρόπολις θά πάθη, διότι ο τόπος είναι γυμνός”.



26. “Η Δρόπολις θά είναι γεμάτη στρατεύματα”.



27. “Θά χαθή η σοδιά τής χρονιάς από τήν εύφορη Δρόπολι καί – μάνα μου ! – αίμα πολύ πού έχει νά χυθή”.



28. “Λάκκοι καί βράχοι στή Δρόπολι θά είναι γεμάτοι φεύγοντας”.



(Είς τό αλβανικόν χειρόγραφον, η προφητεία αύτη έχει ώς εξής: “Τά βουνά, οι χαράδρες καί οι κάμποι τής Δρόπολης θά γεμίσουν προσφυγιά”).



29. “Είς τά χωριά Πέπελη σείς άδικα θά φοβάσθε· τίποτε δέν θά πάθετε. Μόνον τά παιδιά σας πού θά είναι στούς δρόμους τά κλαίτε”.



30. “Οί αντίχριστοι θά φύγουν, αλλά θάρθουν πάλι· έπειτα θά τούς κυνηγήσετε έως τήν Κόκκινη Μηλιά”.



31. “Θαρθή όταν έρθουν δυό καλοκαίρια καί δυό πασχαλιές μαζί”.



32. “Ξένος στρατός θά έλθη, Χριστό θά πιστεύη, γλώσσα δέν θά ξέρη … “.



33. “Θαρθή καί μιά φορά ασκέρι ξένο πού τό Χριστό θά πιστεύη. Αλλά σείς δέν θά τό ξέρετε”.



34. “Μέ άλλους θά κοιμηθήτε καί μέ άλλους θά ξημερώσετε”.



35. “Θά ιδήτε τρείς φαμίλιες σ΄ένα σπίτι”.



36. “Εσείς θά πάτε νά κατοικήσετε αλλού καί άλλοι θάρθουν νά κατοικήσουν σέ σάς”.



37. “Θά δήτε 40 άλογα νά τά δένουν σέ ένα παλούκι”.



38. “Πολλοί θά χάνωνται από τήν πείνα”.



39. “Οι πλούσιοι τά γίνουν πτωχοί καί οι πτωχοί θά πεθάνουν”.



40. “Μιά χούφτα μάλαμα μιά χούφτα αλεύρι”.



41. ” Θά έρθη καιρός πού οι Ρωμιοί θά τρώγωνται αναμεταξύ τους. Εγώ συστήνω ομόνοιαν καί αγάπην”.



42. “Θά ιδήτε καί τακτικό στρατό, θά ιδήτε καί ρέμπελο (αντάρτικο)· από αυτούς πολλά θά υποφέρετε”.



43. “Θά σάς ζητήσουν τά ντουφέκια· νά έχετε διπλά· νά δώσετε τό ένα καί νά κρατήσετε τό άλλο. Ένα ντουφέκι 100 ψυχές θά γλυτώση”.



44. “Θά έρθη καιρός πού θά διευθύνουν τόν κόσμο τά άλαλα καί τά μπάλαλα”.



(“Τά άλαλα καί τά μπάλαλα” – Εννοεί τά άψυχα μηχανήματα τών διαφόρων εφευρέσεων. Αυτά αντικατέστησαν καί ολονέν αντικαθιστούν τάς εργατικάς χείρας καί κυριαρχούν εις τήν ζωήν τών ανθρώπων, ώς νεώτερα είδωλα προσκυνούμενα υπό τού υλόφρονος κόσμου.)



45. “Η αιτία τού γενικού πολέμου θά είναι από τή Δαλματία”.



46. “Η αιτία τού γενικού πολέμου θάρθη από τή Δαλματία. Πρώτα θά διαμελισθή η Αυστρία καί ύστερα η Τουρκία”.



47. “Ο χαλασμός θά γίνη από ένα κασσιδιάρη”.



(Η προφητεία εις τό αλβανικόν χειρόγραφον φέρεται ως εξής: “Ο χαλασμός θάρθη από τυφλό καί κασσιδιάρη”)



48. “Θά προσπαθούν νά τό λύσουν μέ τήν πέννα, μά δέν θά μπορούν. 99 φορές μέ τόν πόλεμο καί μιά μέ τήν πέννα”.



49. “΄Αν βρεθούν 3 δυνάμεις σύμφωνες, τίποτε δέν θά πάθετε”.



50. “΄Αν τό ζήτημα λυθή μέ τόν πόλεμο, θά πάθετε πολλές καταστροφές· σέ τρείς χώρες μιά θά μείνη… “



51. “Θά έρθη καιρός πού δέν θά ακούτε (=μαθαίνετε) τίποτε”.



52. “΄Οτι σάς ζητούν, νά δίνετε· ψυχές μόνον νά γλυτώνετε”.



53. “΄Αν βρίσκουν στό δρόμο ασήμι, δέν θά σκύβουν νά τό πάρουν. Γιά ένα όμως αστάχυ θά σκοτώνωνται ποιός νά τό πρωτοπάρη… “.



54. “Τό κακό θά σάς έρθη από τούς διαβασμένους”.



55. “΄Η τρείς μέρες ή τρείς μήνες ή τρία χρόνια θά βαστάξη”.



56. “Θάρθη καιρός πού δέν θά υπάρχη αυτή η αρμονία πού είναι σήμερα μεταξύ λαού καί κλήρου”.



57. “Οι κληρικοί θά γίνουν οι χειρότεροι καί οι ασεβέστεροι τών όλων”.



58. “Στήν Πόλι θά χυθή αίμα πού τριχρονίτικο δαμάλι θά πλέξη (=πλεύση) “.



59. “Καλότυχος όποιος ζήσει μετά τό γενικό πόλεμο. Θά τρώγη μέ ασημένιο κουτάλι… “.



60. “Μετά τό γενικό πόλεμο θά ζήση ο λύκος μέ τ΄αρνί”.



61. “Θάρθη πρώτα ένα ψευτορωμαίικο· νά μή τό πιστέψετε· θά φύγη πίσω”.



62. “Θά μαζωχτή τό χιλιάρμενο στό Σκάλωμα (‘Aγιοι Σαράντα) καί θάρθουν κοκκινογέλεκοι, νά πολεμήσουν γιά σάς”.



63. “Οί Τούρκοι θά φύγουν, αλλά θά ξανάρθουν πάλι καί θά φθάσουν ώς τά Εξαμίλια. Στό τέλος θά τούς διώξουν είς τήν Κόκκινη Μηλιά. Από τούς Τούρκους τό 1/3 θά σκοτωθή, τό άλλο τρίτο θά βαπτισθή καί μονάχα τό 1/3 θά πάη στήν Κόκκινη Μηλιά”.



(“Κόκκινη Μηλιά”. Τοποθεσία, τήν οποίαν η φαντασία τών υποδούλων Ελλήνων έθετεν εις τά βάθη τής Μ. Ασίας).



64. “Τόσα πολλά θά γίνουν, πού οι μανάδες θά γεννήσουν πρόωρα από τό φόβο τους”.



65. “Ζώα δέν θά μείνουν· θά τά φάνε. Φάτε καί σείς μαζί μ΄αυτούς. Στά Τζουμέρκα θά πάρετε σπόρο”.



(Εις τό αλβανικόν χειρόγραφον διαβάζομεν: “΄Αλογα δέν θά μείνουν. Θά πάτε καί σείς μαζί μ΄αυτά. Από τά Τζουμέρκα θά ξαναπιάσετε τή ράτσα τους”)



66. “‘Σπίτια μεγάλα μή κάμνετε. Λιάσες νά κάμνετε νά μή σάς έρχωνται μέσα”.



67. “Θά σάς επιβάλουν μεγάλο καί δυσβάστακτο φόρο, αλλά δέν θά προφθάσουν”.



68. “Θά βάλουν φόρο στίς κόττες καί στά παράθυρα”.



69. “Θά ζητήσουν νά σάς πάρουν καί στρατιώτας. Δέν θά προφθάσουν όμως”.



70. “Οι Τούρκοι θά μάθουν τό μυστικό 3 μέρες γρηγορώτερα από τούς Χριστιανούς”.



(Τό αλβανικόν χειρόγραφον έχει τήν προφητείαν ως εξής: “Οι Τούρκοι θά τό καταλάβουν τρείς ημέρες γρηγορώτερα από τούς Χριστιανούς”)



71. “΄Οταν ακούσετε ότι ο πόλεμος πιάστηκε από κάτω, τότε κοντά θά είναι”.



72. “΄Αν ο πόλεμος πιαστή από κάτω, λίγα θά πάθετε· άν πιαστή από πάνω, θά καταστραφήτε”.



73. “Οι βράχοι καί οι λάκκοι θά είναι γεμάτοι κόσμο”.



74. “Θάρθη ξαφνικά· ή τό βόιδι στό χωράφι ή τό άλογο στ΄ αλώνι”.



75. “Λυπηρόν είναι νά σάς τό ειπώ· σήμερον, αύριον καρτερούμεν δίψες, πείνες μεγάλες πού νά δίδωμεν χιλιάδες φλουριά καί νά μήν ευρίσκωμεν ολίγον ψωμί”.



76. “Μετά τόν πόλεμο οι άνθρωποι θά τρέχουν μισή ώρα δρόμο, γιά νά βρίσκουν άνθρωπο καί νά τόν κάμουν αδελφό”.



77. “Αμπέλια μή φυτεύετε, διότι θά χαλάσουν καθώς εκείνα στή Δρυϊνούπολι”.



78. “Θά γίνη ένα χαρτοβασίλειο, πού θά έχει μέγα μέλλον στήν Ανατολή”.



79. “Ο κόσμος τόσον θά πτωχεύση, πού θά ζώνεται μέ κληματσίδες”.



80. “Η αιτία θά έλθη από τά Δελειατά”.



81. “Η Γαλλία θά ελευθερώση πολλά ελληνικά μέρη καί ιδίως οι Ιταλοί”.



82. “Η Γαλλία θά λευτερώση τήν Ελλάδα, τήν Ήπειρο η Ιταλία”.



83. “Από τρία μπουγάζια στενά, Κρά, Κράψη καί Μουζίνα, θά περνούν πολλά στρατεύματα γιά τήν Πόλι. Καλόν είναι τά γυναικόπαιδα νά βγούν στά βουνά. Θά σάς ρωτούν άν είναι μακρυά η Πόλι· εσείς νά μή λέτε τήν αλήθεια, διότι θά σάς κακοποιήσουν. Ο στρατός αυτός δέν θά φθάση στήν Πόλι, στή μέση τού δρόμου θά μάθη ότι ο πόλεμος ετελείωσε”.



84. “Θά έρθη καιρός, πού θά φέρη γύρες ο διάβολος μέ τό κολοκύθι του”.



85. “Θά βλέπετε νά πηγαίνουν άλλοι επάνω καί άλλοι κάτω”.



86. “Η λευτεριά θαρθή από κάτω από όπου χύνονται τά νερά”.



87. “Από πάνω καί από τή σκάλα χαλασμό μή περιμένετε”.



88. “΄Ενα ψωμί θά χαθή τό μισό, καί ένα ολόκληρο”.



89. “Θά έρθη καιρός πού μιά γυναίκα θά διώχνη δέκα Τούρκους μέ τή ρόκα”.



90. “Τόν Πάπαν νά καταράσθε, διότι αυτός θά είναι η αιτία”.



91. “Ο χαλασμός στόν τόπο θά γίνη από ένα όνομα αξιωματούχου … (δυσανάγνωστον) “.



92. “Πολλά χωριά θά καταστραφούν, οι τρείς χώρες θά γίνουν μία”.



93. “Νά έχετε τρείς θύρες· άν σάς πιάσουν τή μιά, νά φύγετε από τήν άλλη”.



94. “Πίσω από τή μιά θύρα νά κρυφθή κανείς, γλυτώνει· θά είναι βιαστικό”.



95. “Νά παρακαλήτε νά είναι μέρα καί όχι νύκτα, καλοκαίρι καί όχι χειμώνας”.



96. “Οι άνθρωποι θά μείνουν πτωχοί, γιατί δέν θάχουν αγάπη στά δένδρα”.



97. “Οι άνθρωποι θά μείνουν πτωχοί, γιατί θά γίνουν τεμπέληδες”.



98. “Από ψηλά, μέσα από τό λιμάνι θάρθη ο χαλασμός”.



99. “Θά σάς ρίξουν παρά πολύ· θά σάς ζητήσουν νά τόν πάρουν πίσω, αλλά δέν θά μπορέσουν”.



100. “Εσείς θά σώσετε άλλους καί οι άλλοι εσάς”.



101. “Εσείς θά φύγετε απ΄τ΄ αριστερά βουνά· από τή δεξιά μεριά όχι· από τίς σπηλιές μή φοβάστε”.



102. “Θαρθή ξαφνικά· τ΄ άλογα θ΄ απομείνουν ζεμένα στίς δουλειές τους καί σείς θά φύγετε”.



103. “Θάνε όγδοος αιώνας πού θά γίνουν αυτά”. (Δηλαδή κατά την διάρκεια της όγδοης χιλιετίας από τον Αδάμ)



104. “Νά κρυφθήτε ή κοντά στήν πόρτα ή κοντά στήν πλάκα, άν είναι βιαστικό καί γρήγορο”.



105. “Πολλά θά συμβούν. Οι πολιτείες θά καταντήσουν σάν μπαράγκες”.



106. “Θαρθή καιρός πού θά βγή ο καταραμένος δαίμονας από τό καυκί του”.



107. “Θαρθή μιά φορά ένας ψευτοπροφήτης· μή τόν πιστέψετε καί μή τόν χαρήτε. Πάλι θά φύγη καί δέν θά μεταγυρίση”.



108. “Θάρθή καιρός πού οι χριστιανοί θά ξεσηκωθούν ο ένας κατά τού άλλου”.



109. “Νάχετε τό σταυρό στό μέτωπο, γιά νά σάς γνωρίσουν ότι είσθε χριστιανοί”.



110. “Δέν θά φθάση ο στρατός στήν Πόλι· στή μέση τού δρόμου θάρθη τό μαντάτο, ότι έφθασε τό ποθούμενο”.



111. “Πήγαινε καί στό δρόμο θ΄ανταμειφθής”.



(Ελέχθη εν Δερβιστάνη περί τινος, όστις ειρωνεύθη τόν ΄Αγιον. Ούτος μετ΄ολίγν ετραυματίσθη καθ΄οδόν υπό τινος εχθρού του)



112. “Ειπέ εις τά είδωλα εκείνα νά μήν έρθουν εδώ, αλλά νά γυρίσουν εις τά οπίσω”.



(Καθώς ο ΄Αγιος εδίδασκεν εις ΄Ασσον τής Κεφαλληνίας, διέκοψε μίαν στιγμήν τό κηρυγμά του καί απέστειλεν ένα ακροατήν του εις τήν οικίαν τού άρχοντος τού τόπου ειπών τούς λόγους τούτους. Ούτος απελθών εύρε 4 κυρίας τής αριστοκρατίας ασέμνως ενδεδυμένας, αί οποίαι ήσαν έτοιμοι νά έλθουν καί παρακολουθήσουν τό κήρυγμα τού Αγίου)



113. “Φτιάνετε σπίτια τορνευτά καί δέν πρόκειται νά κατοικήσετε σ΄ αυτά”.



(Είπε τούς λόγους τούτους ο ‘Aγιος εις ‘Aσσον τής Κεφαλληνίας, όταν μίαν ημέραν διήρχετο πρό μιάς νεοκτίστου οικίας. Μετ΄ ολίγον όλοι οι ιδιοκτήται απέθανον πλήν μιάς μοναχής).



114. “Τό παιδί αυτό θά προκόψη, θά κυβερνήση τήν Ελλάδα καί θά δοξασθή”.



(Ελέχθη περί τού Ιωάννου Κωλέττη).



115. “Θά γίνης μεγάλος άνθρωπος, θά κυριεύσης όλη τήν Αρβανιτιά, θά υποτάξης τήν Πρέβεζα, τήν Γάργα, τό Σούλι, τό Δέλβινο, τό Γαρδίκι καί αυτό τό τάχτι τού Κούρτ πασά. Θά αφήσης μεγάλο όνομα στήν οικουμένη. Καί στήν Πόλι θά πάς, μά μέ κόκκινα γένεια. Αυτή είναι η θέλησι τής θείας προνοίας. Ενθυμού όμως είς όλην τήν διάρκειαν τής εξουσίας σου νά αγαπάς καί νά υπερασπίζεσαι τούς χριστιανούς, άν θέλης νά μείνη η εξουσία εις τούς διαδόχους σου”.



(Ελέχθη εν Τεπελενίω περί του Αλή πασά)



116. “Θά βγούν πράγματα από τά σχολεία πού ο νούς σας δέν φαντάζεται”.



117. “Θά δήτε στόν κάμπο αμάξι χωρίς άλογα νά τρέχη γρηγορώτερα από τόν λαγό”.



118. “Θάρθη καιρός πού θά ζωσθή ο τόπος μέ μιά κλωστή”.



(Ελέχθη εν ‘Aσσω τής Κεφαλληνίας).



119. “Θαρθή καιρός πού οι άνθρωποι θά ομιλούν από ένα μακρυνό μέρος σέ άλλο, σάν νάνε σέ πλαγινά δωμάτια, π.χ. από τήν Πόλι στή Ρωσία”.



120. “Θά δήτε νά πετάνε άνθρωποι στόν ουρανό σάν μαυροπούλια καί νά ρίχνουν φωτιά στόν κόσμο. Όσοι θά ζούν τότε θά τρέξουν στά μνήματα καί θά φωνάξουν: Εβγάτε σείς οι πεθαμένοι νά μπούμε μείς οι ζωντανοί”.



(Αι πέντε κατά σειράν προφητείαι (116η – 120ή) του Αγίου αναφέρονται προφανώς εις τάς μεγάλας εφευρέσεις τού αιώνός μας. Τό αμάξι χωρίς άλογα είναι οι σιδηρόδρομοι καί τ΄ αυτοκίνητα. Η κλωστή πού θά ζώση όλον τόν κόσμον είναι τά καλώδια τών τηλεγραφείων. Μέ τάς συσκευάς τής τηλεπικοινωνίας η φωνή ακούεται εξ αποστάσεως χιλιάδων χιλιομέτρων ως νά προήρχετο εκ γειτονικής οικίας. Τά μαυροπούλια, πού θά ρίψουν τό πύρ εις τήν γήν, είναι τά αεροπλάνα τής πολεμικής αεροπορίας. Αυται αί προφητείαι τού αγίου Κοσμά είναι γεγραμμέναι εις τά βιβλία χρόνους πολλούς, αιώνα περίπου πρίν γίνουν αι σχετικαί εφευρέσεις)



121. “Το κακόν θα έλθη μέχρι τόν Σταυρόν και δεν θα μπορέση να πάη κάτω. Μή φοβηθήτε. Μή φύγετε από τα σπίτια σας”.



(Ελέχθη εις την περιοχήν Πολυνερίου Γρεβενών. Πράγματι τώ 1940 οι Ιταλοί έφθασαν μέχρι την τοποθεσίαν Σταυρός, όπου είχε κηρύξει ο ΄Αγιος, και εσταμάτησαν)



122. “Όταν θα πέση ο κλώνος (πού είναι στημένος ο Σταυρός), θά γίνη μεγάλο κακόν, που θά έλθη από τό μέρος όπου θα δείξη ο κλώνος· και όταν θα πέση τό δένδρον, θα γίνη ένα μεγαλύτερον κακόν”.



(Ελέχθη εις το χωρίον Τσιράκι (σήμερον ΄Αγιος Κοσμάς) Γρεβενών. Πράγματι τώ 1940 έπεσεν ο κλώνος καί ο Σταυρός προς το μέρος της Αλβανίας, όθεν επετέθησαν οι Ιταλοί, και τω 1947 τό δένδρον, ότε η περιοχή κατεστράφη εντελώς από τον συμμοριτοπόλεμον)